Η Αμερική χάνει τον έλεγχο

                                                                            Kenny Holston/The New York Times
”Ο κ. Μπάιντεν, δεν έμαθε απ’ τα λάθη της Αμερικής, όρμησε με ζέση στον πόλεμο. Με την άνευ όρων υποστήριξη προς Ισραήλ, και αποτυγχάνοντας να  προστατεύσει τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, κατέστησε τις ΗΠΑ συνένοχο με το Ισραήλ. Το κόστος, για το κύρος και την ισχύ της Αμερικής, αποδεικνύεται πολύ μεγάλο”.
Πέμπτη, 23-Νοε-2023

Από τότε που η Χαμάς επιτέθηκε στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εμφανίζεται ως ένας συνειδητοποιημένος πολιτικός με βαθιά συναίσθηση για τα λάθη που έχει κάνει η χώρα του μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. “Παρότι νιώθετε οργή”, συμβούλευσε τους Ισραηλινούς, “μην αναλωθείτε σε αυτήν”.

Ο κ. Μπάιντεν προσπάθησε να προσφέρει κάτι περισσότερο από μια απλή “θεραπεία”. Οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου αποκάλυψαν πολύ σύντομα ότι ανησυχούσαν βαθιά για τα σχέδια του Ισραήλ να εισβάλει στη Λωρίδα της Γάζας. Φοβόντουσαν ότι η επιχείρηση δεν θα κατάφερνε να εξαλείψει τη Χαμάς, προκαλώντας αναίτια τον θάνατο και τον τραυματισμό Παλαιστίνιων αμάχων και ενδεχομένως να πυροδοτούσε έναν ευρύτερο πόλεμο. Οι ανησυχίες τους εκφράστηκαν ανώνυμα. Δημοσίως, ο κ. Μπάιντεν εξέφρασε την ένθερμη υποστήριξή του στη στρατιωτική δράση του Ισραήλ, προτρέποντας βέβαια το Τελ Αβίβ να τηρήσει το δίκαιο του πολέμου. Θεώρησε προφανώς, ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να συγκρατήσει το Ισραήλ – ή ήταν η μόνη προσπάθεια που ήταν διατεθειμένος να κάνει.

Όμως, η στρατηγική αυτή απέτυχε. Το Ισραήλ εξαπέλυσε χερσαία επίθεση: οι δυνάμεις του προέλασαν στην πόλη της Γάζας εν μέσω συνεχόμενων αεροπορικών βομβαρδισμών και πλήρους αποκλεισμού του παλαιστινιακού θύλακα. Παρά την προσπάθεια συγκράτησης του κ. Μπάιντεν. Οι ηγέτες του Ισραήλ, παρασυρμένοι από την αποτρόπαια επίθεση, δύσκολα θα περίμενε κανείς ότι πράγματι θα ελάμβαναν σοβαρά τις προτροπές της Ουάσινγκτον. Υπήρχε περίπτωση οι ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου να αλλάξουν στάση σεβόμενες τις παροτρύνσεις μιας ξένης δύναμης;

Ο κ. Μπάιντεν είναι αυτός που δεν έχει μάθει τίποτα από τα λάθη της Αμερικής, που όρμησε με ζέση στον τελευταίο πόλεμο. Με την άνευ όρων υποστήριξή του προς το Ισραήλ, και αποτυγχάνοντας την ίδια στιγμή να προστατεύσει τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, κατέστησε τις ΗΠΑ συνένοχο σε όσα έκανε στη συνέχεια το Ισραήλ. Το κόστος, για το κύρος και την ισχύ της Αμερικής, έχει αποδειχθεί ήδη ότι είναι μεγάλο. Και θα μπορούσε να καταστεί πολύ μεγαλύτερο.

Τις πρώτες ημέρες μετά την 7η Οκτωβρίου, ο κ. Μπάιντεν είχε την ευκαιρία να επηρεάσει την “απάντηση” του Ισραήλ, ξεκαθαρίζοντας δημόσια τι είδους ενέργειες θα υποστήριζαν, και ποιες όχι, οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ενόσω εξέφραζε την αλληλεγγύη του προς το Ισραήλ και καταδίκαζε τη Χαμάς, θα μπορούσε να είχε αρνηθεί να συνδράμει τη στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ έως ότου το Τελ Αβίβ να παρουσιάσει ένα σχέδιο που ο Λευκός Οίκος θα έκρινε αποτελεσματικό και δίκαιο, και που θα αντιμετώπιζε με αποδεκτό τρόπο τους άμαχους Παλαιστίνιους. Αντ’ αυτού, ο κ. Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι “είμαστε με το Ισραήλ”, δεσμευόμενος να φροντίσει για την άμυνά του “σήμερα, αύριο και πάντοτε”. Παρότι σε προσωπικό επίπεδο πίεζε τους ηγέτες του Ισραήλ να σκεφτούν διπλά το σχέδιο της χερσαίας εισβολής, δημοσίως ζήτησε την έγκριση επείγουσας στρατιωτικής βοήθειας 14,3 δισ. δολαρίων, χωρίς να θέτει κανένα περιορισμό.

Δεν χρειαζόταν τόση απερισκεψία. Μια τακτική καρότου-μαστιγίου θα μπορούσε είτε να αμβλύνει τις ενέργειες του Ισραήλ είτε να επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να κρατήσουν αποστάσεις από μια κατάσταση που έχει υψηλό κόστος. Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση φάνηκε να μην το σκέφτεται καθόλου• προτίμησε να αναλάβει δεσμεύσεις πριν ακόμη μάθει τι συνεπάγονται. Τώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βρεθεί να ακολουθούν το Ισραήλ σε έναν βίαιο πόλεμο “απροσδιόριστης διάρκειας, απροσδιόριστου κόστους, με απροσδιόριστες συνέπειες”, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα, γερουσιαστής εκείνη την εποχή, είχε περιγράψει την εισβολή στο Ιράκ, πριν αυτή ξεκινήσει. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι εκφράζουν όλο και περισσότερο τη δυσαρέσκειά τους για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα και για την αυξανόμενη βία από τους εποίκους στη Δυτική Όχθη, αλλά έχουν λίγα μέσα στη διάθεσή τους για να πιέσουν το Ισραήλ να αλλάξει πορεία, εκτός και αν θέσουν κάποιο συγκεκριμένο τελεσίγραφο.

Ο κ. Μπάιντεν δεν τα κατάφερε καλύτερα ούτε στην εύρεση μιας μακροπρόθεσμης λύσης. Παραβλέποντας την πραγματικότητα, ότι δηλαδή η κατοχή παλαιστινιακών εδαφών από το Ισραήλ αποτελεί τη βασική αιτία της σύγκρουσης, ο κ. Μπάιντεν σε μεγάλο βαθμό έχει εμφανίσει τους Παλαιστινίους είτε ως τρομοκράτες είτε ως αθώους αμάχους που έχουν δικαίωμα ανθρωπιστικής προστασίας. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι οι Παλαιστίνιοι είναι πολιτικά όντα που επιδιώκουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και αρνούνται να τούς αγνοούν. Η παρεκτρέπουσα, ιδεολογική ρητορική του κ. Μπάιντεν -“Δεν θα νικήσει η τρομοκρατία. Θα νικήσει η ελευθερία”- παραβλέπει ότι η τρομοκρατία των Παλαιστινίων και η κατοχή των Ισραηλινών εντείνουν την αδικία, υπονομεύοντας αμφότερες την ειρήνη.

Ίσως, ο εναγκαλισμός του κ. Μπάιντεν με το Ισραήλ να τού παράσχει την πολιτική κάλυψη ώστε να αναβιώσει τη λύση των δύο κρατών, που είχαν επιχειρήσει να προωθήσουν τελευταία φορά οι διπλωμάτες των ΗΠΑ επί προεδρίας Ομπάμα. Ο κ. Μπάιντεν δήλωσε πρόσφατα ότι “δεν υπάρχει επιστροφή” στο προ του πολέμου status quo. Ο δε υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν ζήτησε να αναλάβει η Παλαιστινιακή Αρχή, που κυβερνά τμήματα της Δυτικής Όχθης, τη διακυβέρνηση της Γάζας μετά την απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων. Αυτό προϋποθέτει ότι το Ισραήλ θα αποχωρήσει προτού κληθεί να πληρώσει το τίμημα που θα απαιτήσει η Παλαιστινιακή Αρχή: μια σαφή πρόοδο προς τη δημιουργία Παλαιστινιακού Κράτους. Για να υπάρξει πιθανότητα επιτυχίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να απειλήσουν ότι θα περιορίσουν τη στρατιωτική τους βοήθεια και την πολιτική στήριξη, και να δράσουν ανάλογα. Διαφορετικά το Ισραήλ θα συμπεράνει ότι η ρητορική των ΗΠΑ είναι μόνο λόγια.

Μην ελπίζετε ότι ο κ. Μπάιντεν θα αλλάξει στάση. Εφόσον δεν ήταν διατεθειμένος να θέσει εξαρχής, που θα είχε μεγαλύτερη σημασία, όρους στην “απάντηση” του Ισραήλ, είναι απίθανο να διακινδυνεύσει μια ρήξη όσον πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους. Αλλά θα έπρεπε να το πράξει – γιατί η εναλλακτική είναι χειρότερη.

Η μονομερής στάση του κ. Μπάιντεν αποσπά την προσοχή από κάθε άλλη προτεραιότητα στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δυσκολεύονταν ήδη να εξοπλίσουν την Ουκρανία και την Ταϊβάν πριν ξεσπάσει ο πόλεμος μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς, ο οποίος πιθανότατα θα εκτρέψει τις στρατιωτικές τους προμήθειες. Οι δε συμβιβασμοί θα ενταθούν εάν η σύρραξη εξελιχθεί σε έναν περιφερειακό πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν ακόμη και να συρθούν σε μια άμεση εμπλοκή, ένας κίνδυνος που εγείρουν οι αυξανόμενες επιθέσεις εναντίον αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ και τη Συρία.

Εν τω μεταξύ, η επιρροή της Ουάσινγκτον στον υπόλοιπο κόσμο “χωλαίνει” όλο και περισσότερο. Εκλιπαρώντας χώρες εκτός της Δύσης να αντιταχθούν στην κατοχή εδαφών και τη στοχοποίηση πολιτικών υποδομών της Ουκρανίας από τη Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζονται ανήθικες συμπαρατασσόμενες με το Ισραήλ που καταλαμβάνει παλαιστινιακά εδάφη και κόβει τις παροχές τροφίμων, νερού και ηλεκτρικής ενέργειας στη Γάζα. Η δυσαρέσκεια δεν περιορίζεται μόνο στις αραβικές χώρες. Στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, 120 χώρες ενέκριναν ψήφισμα που ζητά την εφαρμογή ανθρωπιστικής εκεχειρίας. Μόλις 12 χώρες συντάχθηκαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, που ψήφισαν κατά. Αυτό κατέστησε την Αμερική ελαφρώς λιγότερο απομονωμένη από τη Ρωσία όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με ψήφους 141 υπέρ και 7 κατά, κάλεσε τη Μόσχα να αποσυρθεί από την Ουκρανία.

Αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι μοιραίες. Οι νέοι ψηφοφόροι, οι Άραβες και οι Μουσουλμάνοι Αμερικανοί, εκλογείς κρίσιμης σημασίας για τη νίκη του κ. Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020, έχουν σοκαριστεί από τον τρόπο με τον οποίο έχει διαχειριστεί τον πόλεμο. Και μπορεί να μην τον ψηφίσουν τον επόμενο Νοέμβριο. Μια τέτοια απώλεια είναι αυτό ακριβώς που χρειάζονται οι Ρεπουμπλικανοί, παρακινημένοι και από τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν τον Ντόναλντ Τραμπ να προηγείται σε βασικές πολιτείες, ώστε να προχωρήσουν με τον καθόλου δημοφιλή υποψήφιό τους.

“Η αμερικανική ηγεσία είναι αυτό που κρατά τον κόσμο ενωμένο”, δήλωσε ο κ. Μπάιντεν. Για τον ίδιο, η αμερικανική ηγεσία φαίνεται να σημαίνει ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν τους συμμάχους τους μέχρις εσχάτων και εκλαμβάνουν τους πολέμους τους ως δικούς μας, αδιαφορώντας παντελώς για το κόστος και τους κινδύνους. Η στάση “μαζί μας ή εναντίον μας” αποδείχθηκε καταστροφική πριν από δύο δεκαετίες. Σήμερα, αποτελεί τη “συνταγή” για τον διχασμό του πλανήτη και την απώλεια ελέγχου.

* Ο Stephen Wertheim είναι συνεργάτης του think tank American Statecraft Program toy Carnegie Endowment for International Peace και συγγραφέας του βιβλίου “Tomorrow, the World: The Birth of U.S. Global Supremacy”.

© 2023 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”

 

αναδημοσίευση από: Capital.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *