
25/5/2023
Γράφει: ο Πέτρος Ιωάννου
H δασκάλα Ουρανία Ν. Παναγιωτοπούλου – Ηλιοπούλου γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901. Έλαβε το πτυχίο της δασκάλας από το διδασκαλείο της Ορθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης (1917).
Υπηρέτησε ως δασκάλα στη Φώκαια και εθελόντρια νοσοκόμος την Σμύρνη (στα αναρρωτήρια του ελληνικού στρατού).
Στη ματωμένη φυγή, στην προκυμαία της Σμύρνης έχασε πατέρα κι αδελφό. Κατέφυγε με τη μητέρα της και 2 αδέλφια στην Ελλάδα. Δούλεψε σε ιδιωτικά σχολεία, ερωτεύθηκε, παντρεύτηκε τον καλό της (1925). Το 1930 διορίστηκε δασκάλα στο Κροκύλειο Δωρίδας. Έδωσε τον καλύτερό της εαυτό κι απ΄το 1934 μεγάλωσε – μετά τον χαμό του άνδρα της – με πολλές στερήσεις, τα 2 της παιδιά.
Στο Αλβανικό Έπος, συμμετέχει ενεργά στη συστράτευση του χωριού με τους μαχητές. Στην Κατοχή πνευματικά είναι με την ΕΚΚΑ του Δημ. Ψαρού. Στα 1945, μοίραζε στο σχολείο, δίκαια, την βοήθεια που ερχόταν.
Πέρασε κι έζησε μέσα απ΄ τις φωτιές, τους Τσέτες, από Γερμανική επιδρομή, την πείνα, τις αρρώστιες, τους Ελασίτες που κατασκήνωσαν αρκετά στο χωριό, όχι όμως απ΄τα χέρια της ομάδας Γιώτη (Χαρίλαος Φλωράκης) ), Διαμαντή (Γιάννης Αλεξάνδρου). Αφού βασάνισαν, βίασαν ομαδόν την 17χρονη κόρη (Όλγα) ενώπιόν της, κατακρεούργησαν αμφότερες συν την Βασιλική Καφρίτσα (20 χρ.).
Όλα αυτά κατέγραψε ο μόνος επιζών της οικογένειας, ο 13χρονος τότε (σήμερα 91) γιός της, Γιάννης Ηλιόπουλος στο βιβλίο του «Η δασκάλα Ουρανία». Εκδόθηκε το 2007, ιδίοις εξόδοις, μετά την άρνηση των εκδοτικών οίκων. Προσωπική μαρτυρία, προσπάθεια τολμηρή που έσπασε το φάσμα της σιωπής και πιθανόν, όποια πλαστογράφηση της Ιστορίας.
…«Κόντευαν ν΄ανοίξουν τα σχολεία. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν επέδραμαν αντάρτες και άρπαξαν μάνα κι αδελφή. Στις φωνές Λέτα –Λέτα, έσπευσε η Ασίκη απ΄τη γειτονιά, (σύζυγος στελέχους του ΚΚΕ) και «καθάρισε». Επέστρεφαν στην αυλή όταν είδαν στη σκιά της ελιάς, κρυμμένο, άνδρα του Δ.Σ.Ε.
-Μη φοβάσαι της είπε: Άκουσε καλά τι θα σου πω. Πήραν απόφαση στο στρατηγείο να σας απαγάγουν με απρόσμενες, πολύ δυσάρεστες συνέπειες και για τις 2 σας. Αν γλυτώσατε τώρα, δεν θα γίνει το ίδιο όταν ξανάρθουμε, γιατί θα ξανάρθουμε. Πάρε τα παιδιά και φύγε όσο είναι καιρός.
Με την αυγή στο χωριό, μαθεύτηκαν τα καθέκαστα, αρκετοί έταξαν προστασία. Η ίδια, αν και θορυβήθηκε, δίστασε να πάρει αποφάσεις. Χωρίς λεφτά, με πιθανή απόταξη απ΄τον κλάδο, που να πάει…
Πέρασαν 2, 4 μέρες αγωνίας, και ξημέρωνε η τραγική μέρα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1947. Δυνατά χτυπήματα πολλαπλασιάζονταν στην πόρτα, φωνές δυνάμωναν κι η μάνα μας ρωτούσε: Ποιοι είστε…Τι θέλετε….
-Ανοίξτε! Δημοκρατικός Στρατός!
Ανοίγοντας, η δασκάλα αντίκρισε γενειοφόρους, να την παραμερίζουν, απεσταλμένοι τ΄αρχηγού έλεγαν.
-Τι γυρεύτε; Τόλμησε, η μάνα μας.
-Τη συναγωνίστρια Όλγα ζητάει στην πλατεία ο αρχηγός και με φακούς εισέβαλαν στα διπλανά δωμάτια. Να έρθει τώρα μαζί μας! Που είναι;
-Τι το θέλετε τέτοια ώρα το κορίτσι! Να έρθω εγώ…
Στο διάδρομο είδα για τελευταία φορά μάνα κι αδελφή, ανάμεσα σε κουστωδία 5-6 ανταρτών. Καημένη μάνα… έτσι επαληθεύθηκε η παροιμία «Από σένα, Χάρε, ξεφεύγω, σε σένα και χειρότερα καταντάω»… Ίσως, πίστευες πως η προσωπική επαφή με τον αρχηγό θα έφερνε καλό αποτέλεσμα, καθώς όλους τους ήξερες. Ο
καπετάνιος ζητούσε ένα αθώο παιδί. Δεν θα το υπερασπιζόσουν; Ποιός ήξερε για το παιδομάζωμα, που έτρεχε από καιρό… για τους «αντιφρονούντες». Πρόταση γάμου για την Όλγα μας είχαμε κείνες τις μέρες, μα θα παντρευόταν με το Χάροντα!
Δεν με χωρούσε το σπίτι κατέφυγα στη γιαγιά. Αργότερα έμαθα πως εκείνες τις ώρες η μάνα μας και η Όλγα σφαγμένες κείτονταν στης εκκλησιάς το δρόμο. … Η γιαγιά πλησίαζε στο Κροκύλειο , όταν της είπε η Αθηνά: Γύρισε πίσω, τις σκότωσαν. Το χωριό φεύγει, ετοιμάζομαι κι εγώ να φύγω.
Σαν αστραπή πέρασαν τα τραγικά συμβάντα στα γύρω χωριά κι ο κόσμος άρχισε να τα εγκαταλείπει. Έφευγαν για τις πολιτείες, για να σωθούν. Αξιοσημείωτη η προσπάθεια κοντοχωριανών που αγνοώντας ότι η δολοφονία της δασκάλας είχε συντελεσθεί, έσπευσαν στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ στη Γρανίτσα, για να ζητήσουν την απελευθερωσή της. Μισοί απ΄αυτούς αφέθηκαν λεύτεροι γι΄αναζήτηση λύτρων, μισοί δε (Παζαχαρίου, Αυγερόπουλος, Κατσίμπας) μετά από σκληρά βασανιστήρια εκτελέστηκαν, φρικτά κομματιασμένοι, παρ΄ότι τα λύτρα μαζεύτηκαν»
…«Τα κομάτια του παζλ συν καιρώ συμπληρώνονταν: «Γνωρίζεις το Σπύρο τον Μπρούμα; Ρώτησα τον Κώστα. Μου έλεγε, ότι δεκαεξάχρονος όντας, (1947), κρατούσε το καπίστρι του μουλαριού που πάνω του είχαν φορτώσει τη δασκάλα, και το οδήγησε μέχρι το εκκλησάκι της Θεοτόκου, μαζί με άλλα υποζύγια φορτωμένα απ΄ το πλιάτσικο σπιτιών, μαγαζιών. Είδε όσα συνέβησαν στην ανάκριση της πλατείας από τον καπετάν Γιώτη, πως με τη βία την ανέβασαν στο μουλάρι και δεμένη φώναζε βοήθεια. Πως τη χαράκωναν στον τόπο του εγκλήματος και στις πληγές έριχναν αλάτι για να υποφέρει κι άλλο και να διασκεδάζουν. Μπροστά στα μάτια της βίασαν την κόρη της, που υπέκυψε στις βουρδουλιές».
…«Εκείνο τον καιρό είχαμε τα μαντριά κοντά στη Θεοτόκο» , είπε ο φίλος μου, Κώστας Δάφνης, «και κοντά στα ζώα, τη βραδιά των γεγονότων ήταν ο αδελφός μου Νίκος. Κοιμόταν στην ανθρωποταράτσα, όταν κοντά στη χαραυγή άκουσε τα σκυλιά να χλίβονται!
Πετάχτηκε έξω. Πέρα στο λόγγο, άκουσε οχλοβοή απ΄ ανθρώπους και ζώα. Σκουσμοί, φωνές γυναικείες, αντρικές ανάκατες, κάπου μισή ώρα. Σαν έφεξε, έβγαλε τα ζώα στη Ρουπακιά μαζί με τον Πολυζώη. Καθώς ανέβαιναν, τα ζώα, από κάτι τρόμαξαν και γύριζαν πίσω. Πήγε ο Νίκος να δει.
Φρικτό θέαμα. Η Όλγα ξαίματη, μαυρισμένη στο ξύλο, τρυπημένη κοντά-κοντά με μαχαίρι, μαζεμένη, ματωμένο κουβάρι. Σχισμένα , ματωμένα ρούχα εδώ κι εκεί, έδειχναν πάλη. Λίγα μέτρα πιο κει, ανάσκελα, η δασκάλα! Φόραγε μόνο ένα ρούχο, μουσκεμένο στο αίμα από βαθιά μαχαιριά στο λαιμό με κατεύθυνση την καρδιά. Μ΄ ανοιχτά μάτια και στόμα, κοίταζε τον ουρανό. Το δεξί χέρι στο στήθος, με τα δάκτυλα, όπως κάνουμε σταυρό. Είδε κι ο Πολυζώης τη σφαγή και φύγαμε τρέχοντας»
…«Ίδια έπραξαν και στην Βασιλική Καφρίτσα, ένα απ’ τα 4 κορίτσια, μετανάστη (ΗΠΑ). Μετά από ομαδικό βιασμό, βασανιστήρια και κατακρεούργησή της, συνελήφθησαν ως ένοχες και ιμπεριαλίστριες αμερικάνες οι: Αθανασία Σαϊτη, Μαρία
Γιαννοπούλου, Νένω Σταυροπούλου, σύζυγοι μεταναστών (ΗΠΑ). Απ΄ όπου και να το πιάσεις το πράγμα, βρωμάει… Αυτές αφού βιάστηκαν ομαδικά στα πεζούλια της εκκλησίας, μεταφέρθηκαν στο βουνό, συνοδεία συγγενών / διαπραγματευτών και γνωστών κομμουνιστών του χωριού. Εκεί τους ζητήθηκαν λύτρα και με την εγγύηση των κομματικών, ελευθερώθηκαν, αφού κατέβαλαν δολάρια και λίρες Αγγλίας! Ύστερα σου λένε ότι δεν ήταν κατσιαπλιάδες και συμμορίτες, αλλά δημοκράτες.»
… «Η θηριωδία τους απλώθηκε και στ΄άψυχα κορμιά. Κανείς να μην πλησιάσει τις σορούς των θυμάτων. Όμως, 2 νεαροί ριψοκινδύνεψαν και έθαψαν πρόχειρα τις σορούς των 2 γυναικών (για τη σορό της Βασιλικής, δεν υπάρχει μαρτυρία).
Κατά Παρασκευά Σερέλη δράστες ήταν: ο Σπύρος Καλλιαντέρης κι ο Αλεξόπουλος Ηλίας. Κατά, Νίκο Καλαντζή, το θανατηφόρο μαχαίρι στο λαιμό της δασκάλας κατέβασε, ο Γιώργος Νικολέτσος. Ανάμεσα στους εκτελεστές, ήταν άλλοι 2 (αναφέρονται τα χωριά όλων). Απ΄τον Παναγιώτη Μπάστα, φύλακα, φυλακών Κέρκυρας (1949) έμαθα για έναν Ηλία Παπαϊωάνου: Καυχιόταν για τα κατορθώματά του και τη σφαγή της δασκάλας. Στα 1985 ο ίδιος αντάρτης, που λευτερώθηκε με τα μέτρα ειρήνης του Πλαστήρα, συναντήθηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας με συγγενή μας (Ν.Ράπτης). Όταν έμαθε ότι ο Νίκος ήταν από το Κροκύλειο, του διηγήθηκε τη δράση του στην περιοχή, κάτω, λέει, απ΄ τις διαταγές του Γιώτη το 1947:
-Εγώ και δύο- τρείς άλλοι σκοτώσαμε τη δασκάλα στη Θεοτόκο.
-Τι σας έφταιξε; ρώτησε ο Ράπτης.
-Τίποτα! Δεν φταίγαμε εμείς. Άλλοι μας έβαζαν και κάναμε τους φόνους».
«Συλλογιέσαι»; διέκοψε τις σκέψεις μου ο Κώστας « Το ίδιο παθαίνω κι εγώ, όταν θυμάμαι τα γεγονότα. Ανεξαρτήτως αιτιών, κατηγορώ την κομματική ηγεσία, τους αρχηγούς των τμημάτων για τα μαρτύρια που εν γνώσει τους, γίνονταν στους ομήρους. Κατηγορώ πολύ, τους άνδρες του Δ.Σ.Ε, που δέχτηκαν να εκτελέσουν αισχρές διαταγές, ατιμάζοντας και θανατώνοντας αθώους ανθρώπους. Κατηγορώ, τη χρήση μαχαιριών, τις ατιμώσεις εναντίον γυναικών , γερόντων.
Γιατί βασάνισαν κι εξευτέλισαν, ένα παιδί, μπροστά στη μάνα του; Κατηγορώ, τους αρχηγούς, που συσκέφτηκαν, αποφάσισαν, διέταξαν και ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ τις σφαγές (την ίδια μέρα έστειλε ο αρχηγός τον σύνδεσμο Α. Καρρά, στην περιοχή, γυρίζοντας ερωτήθηκε «τι είδε στο δρόμο;» «είδα φοβερά κατασφαγμένες 2 γυναίκες». Κι ανταπάντησε μεγαλόφωνα , για να ακουστεί στην Πενταγιού, τρομοκρατίας ένεκα: «Έτσι σκοτώνουμε εμείς!» Το όνομα αυτού, καπετάν-Γιώτης). Κατηγορώ, για το μίσος που έσπειραν ανάμεσα στον κόσμο, για προσβολή νεκρών, καθώς άταφους διέταξαν να μείνουν επί μέρες».
Προφανώς ο δάσκαλος Γιάννης Ηλιόπουλος έκανε το χρέος του. Όταν κλείσει τα μάτια, τα κείμενα θα υπάρχουν. Οικτίρω εαυτόν, που δεν ερεύνησα τις δολοφονίες 3 θείων (εκτελεσμένοι ένθεν, κακείθεν), όπως και το δολοφονικό ξύλο, κατά της μάνας μου, από παρακρατικούς της δεξιάς (Σουρλικοί). Δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή μια χώρα που ούτε δίκασε τα εγκλήματα, ούτε εξιστόρησε τα γεγονότα 74 χρόνια μετά. Η λήθη δεν είναι καλός οιωνός για τους 70.000 νεκρούς και για το αύριό μας.
* Πέτρος Ιωάννου, διαχειριστής enotikos.gr , απόμαχος της εκπαίδευσης.