Ο όρος «ναρκισσισµός» άρχισε να χρησιµοποιείται το 1898 από τον πολυπράγµονα γιατρό Χάβελοκ Ελις. Εως τότε, ο όρος που χρησιµοποιούνταν, στην Αµερική τουλάχιστον, ήταν «ματαιοδοξία».
Εως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, στην Αμερική το να είσαι ματαιόδοξος συνιστούσε αμαρτία προς τον Θεό. Η ταπεινότητα ήταν η ενδεδειγμένη στάση ενός ευσεβούς χριστιανού. (Αντλώ ξανά στοιχεία από βιβλιοπαρουσίαση του Γκάβιν Φράνσις στο The New York Review of Books, συνεχίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, από εκεί όπου το άφησα στο χθεσινό σημείωμα.)
Η στάση αυτή άρχισε να μεταβάλλεται περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι βασικές αιτίες ήταν δύο: Πρώτον, όλο και περισσότερα σπίτια άρχισαν να χρησιμοποιούν καθρέφτες· δεύτερον, η εξέλιξη και διάδοσης της φωτογραφίας.
Ο μέσος Αμερικανός άρχισε να αποκτά συνείδηση του προσώπου του. (Ας μην ξενίζει το ότι χρησιμοποιώ αμερικανικά παραδείγματα, αφού αυτός ο πολιτισμός αποτέλεσε παράδειγμα και οδηγός για όλο τον υπόλοιπο πλανήτη.) Με άλλα λόγια, ξεκίνησε μια σταδιακή απενοχοποίηση της αυταρέσκειας.
Ναι· ο μύθος του Νάρκισσου που πνίγεται στα νερά της λίμνης όπου καθρεφτίζεται το είδωλό του είναι αρχαίος, αλλά η σύνδεση του μύθου με την καθημερινότητα του νεωτερικού ανθρώπου ήρθε μάλλον όψιμα.
Εως τη δεκαετία του ’50, η όποια καχυποψία απέναντι στη ματαιοδοξία, ή στον ναρκισσισμό, είχε ουσιαστικά εξαλειφθεί υπέρ μιας τάσης, τόσο σε προσωπικό, κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε επαγγελματικό, που ήθελε την (αυτο)προβολή κάτι θετικό, επιβεβλημένο, σίγουρα ενισχυτικό των πληγωμένων αυτοπεποιθήσεων.
Ολοι έχουμε ναρκισσισμό. Με διαβαθμίσεις, αλλά πάντως τον έχουμε και είναι φυσικό. Υπάρχει ένα πρόβλημα όταν ο ναρκισσισμός μας αρχίζει να αποκτά στοιχεία συνδρόμου που καθορίζουν τη ζωή μας. Οταν, δηλαδή, γινόμαστε απόλυτα δέσμιοι της εικόνας που προβάλλουμε προς τους έξω (πιο σωστά, νομίζουμε ότι προβάλλουμε, διότι οι άλλοι θα δουν αυτό που προσπαθούμε να κρύψουμε).
Το πρόβλημα είναι ότι ο παθολογικός νάρκισσος είναι δέσμιος του βλέμματος του άλλου: υπάρχει μονάχα μέσα από την (επιβεβαιωτική) ματιά του άλλου, γίνεται ετερόφωτος δηλαδή (και υποφέρει γι’ αυτό, χωρίς μάλιστα να πολυκαταλαβαίνει γιατί υποφέρει).
Το παράδοξο είναι ότι ενώ ο υπέρμετρος νάρκισσος έχει ένα υπερτροφικό εγώ, την ίδια στιγμή πάσχει από έναν βαριά ελλειμματικό εαυτό.
Στις μέρες μας, γίνεται πολύ μεγάλη κουβέντα περί έξαρσης του ναρκισσισμού. Λογικό: οι σημερινοί καθρέφτες και οι σημερινές φωτογραφίες είναι πλέον το έξυπνο κινητό μας. Τα έχουμε συνεχώς πάνω μας και παντού, όντας ακατάπαυστα συνδεδεμένοι με τα κοινωνικά δίκτυα, σε συνεχή διάσπαση προσοχής και έλλειψη ιδιωτικότητας. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι ούτε τα κινητά ούτε τα κοινωνικά δίκτυα. Είναι η δική μας αδυναμία να θέτουμε όρια. Οπως γράφει ο Γκάβιν Φράνσις, ο σύγχρονος νάρκισσος δεν χρειάζεται τα νερά μιας λίμνης: πνίγεται μια χαρά στην οθόνη του κινητού του.