| REUTERS/CreativeProtagon
Πόσο θα αντέξει ακόμα το Ισραήλ να πολεμάει σε αυτό το ρυθμό, με 350.000 επίστρατους να έχουν εγκαταλείψει τις δουλειές τους και ετήσιο οικονομικό κόστος άνω των 50 δισ. δολαρίων; Ποιος έχει να χάσει περισσότερα από εδώ και πέρα; Οπως συνηθίζουν να λένε στη Μέση Ανατολή, αν κάποιος δεν έχει να χάσει τίποτα αυτοί είναι οι Παλαιστίνιοι – μάλλον επειδή τα έχουν χάσει ήδη όλα.
20 Ιανουαρίου 2024
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος
Αν στις 7 Οκτωβρίου του 2023 έλεγαν στους Ισραηλινούς ότι θα πολεμούσαν μέχρι σήμερα στη Γάζα, μάλλον δεν θα το πίστευαν. Και όμως, όχι μόνο βρισκόμαστε 104 ημέρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, αλλά δεν υπάρχει το παραμικρό σημάδι που να υποδεικνύει ότι η ένταση θα αποκλιμακωθεί- τουλάχιστον εντός ενός εύλογου χρονικού διαστήματος. Ο πόλεμος στη Γάζα είναι μακράν ο μεγαλύτερος σε διάρκεια πόλεμος που έχει εμπλακεί το Ισραήλ στη- σύντομη- Ιστορία του. Κυρίως, όμως, είναι ένας πόλεμος που μοιάζει πια να οδηγείται σε αδιέξοδο.
Μπορεί οι ισραηλινές Ενοπλες Δυνάμεις να έχουν ισοπεδώσει τη μισή Γάζα, αλλά ακόμα αδυνατούν να επιτύχουν τους αντικειμενικούς στόχους της επιχείρησης: Την απελευθέρωση των ομήρων και την πλήρη εξόντωση της Χαμάς. Και αν ο πρώτος στόχος είναι εύλογος, ο δεύτερος είναι μαξιμαλιστικός, καθώς η Χαμάς δεν είναι μόνο μια τρομοκρατική οργάνωση –είναι ένας δαιδαλώδης μηχανισμός, ο οποίος χρηματοδοτείται αδρά από το εξωτερικό και ελέγχει, τουλάχιστον έως πρότινος, ολόκληρη τη Γάζα. Τον δημόσιο τομέα, τα σχολεία, τα νοσοκομεία. Και φυσικά τα όπλα. Οι Ισραηλινοί υπολογίζουν τους μαχητές της Χαμάς περίπου στους 30.000. Σύμφωνα με τον έως τώρα απολογισμό έχει εξουδετερωθεί το 10% εξ αυτών. Ο δρόμος, δηλαδή, που απομένει είναι μακρύς και δύσβατος.
Ο πόλεμος βρίσκεται σε σημείο καμπής. Εκτός από τις εικόνες που ταξιδεύουν από τη Γάζα στον έξω κόσμο – εικόνες που πλέον είναι αβάσταχτες- το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι το Ισραήλ δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή ρεαλιστικό σχέδιο για την επόμενη μέρα: Για το πώς και κυρίως από ποιους θα διοικηθεί η Γάζα. Για το ποιος θα είναι ο δικός του ρόλος επί του εδάφους. Για το μέλλον των εκατοντάδων χιλιάδων εκτοπισμένων, οι οποίοι και να ήθελαν δεν μπορούν να επιστρέψουν στα βομβαρδισμένα σπίτια τους.
Μπορεί η διεθνής κοινότητα, με προεξάρχοντες τους Αμερικανούς να εργάζονται πυρετωδώς για την εκπόνηση πιθανών μεταπολεμικών σχεδίων, αλλά το Ισραήλ αδυνατεί να δώσει τις απαραίτητες απαντήσεις. Στη Μέση Ανατολή, ακόμα και στις πλέον μετριοπαθείς αραβικές χώρες όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, η οργή για την ισραηλινή κυβέρνηση και τον ίδιο τον Νετανιάχου είναι διάχυτη. Δεν είναι λίγοι, πλέον και στη Δύση, αυτοί που πιστεύουν ότι ο περιβόητος Μπίμπι κάνει χρήση του πολεμικού μετώπου και για εσωτερική κατανάλωση. «Αν τελειώσει ο πόλεμος», λένε, «αυτομάτως θα “τελειώσει” και αυτός».
Ίσως να ακούγεται βαρύ, αλλά είναι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός αυτός που πλέον οδηγεί συντεταγμένα τα πράγματα σε όλο και πιο βαθύ, θανατηφόρο αδιέξοδο. Χάνοντας, μάλιστα, σταδιακά την αρχική νομιμοποίηση που απολάμβανε στη Δύση. Κανείς δεν αμφιβάλλει για το μέγεθος του τραύματος που υπέστη ο ισραηλινός λαός από την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς – την πλέον κτηνώδη που έχει γνωρίσει ο σύγχρονος κόσμος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πολεμική απάντηση ήταν επιβεβλημένη. Το μέγεθός της, όμως, όπως και η διάρκεια δημιουργούν πολύ σοβαρότερα προβλήματα από αυτά που προορίζονταν να επιλύσουν. Κάθε ώρα που περνά, η φωτιά επεκτείνεται πολύ πέρα από τη Γάζα. Στο νότιο Λίβανο, στην Ερυθρά Θάλασσα, στο Ιράκ, στο Πακιστάν.
Είναι, δε, η πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1950 που μεγάλες εταιρείες βγάζουν τη Διώρυγα του Σουέζ από τα δρομολόγια των πλοίων τους. Αυτή τη φορά εξαιτίας των Χούθι, που στο όνομα των Παλαιστινίων και δι αυτών του Ιράν, καθιστούν το πέρασμα άκρως ριψοκίνδυνο, προκαλώντας τους πρώτους κλυδωνισμούς στη δυτική οικονομία.
Ο δε «άξονας του κακού» όχι απλώς πανηγυρίζει σιωπηρά, αλλά συμβάλλει όλο και περισσότερο στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση. Πόσες φορές την ημέρα ακούμε για τον φόβο «διάχυσης της κρίσης»; Πόσο θα αντέξει ακόμα το Ισραήλ να πολεμάει σε αυτό το ρυθμό, με 350.000 επίστρατους να έχουν εγκαταλείψει τις δουλειές τους και ετήσιο οικονομικό κόστος άνω των 50 δισ. δολαρίων; Πόσο θα αντέξει η Δύση να υποστηρίζει το Ισραήλ, την ώρα που οι επιπτώσεις και για την ίδια μεγεθύνονται; Ποιος έχει να χάσει περισσότερα από εδώ και πέρα; Οπως συνηθίζουν να λένε στη Μέση Ανατολή, αν κάποιος δεν έχει να χάσει τίποτα αυτοί είναι οι Παλαιστίνιοι – μάλλον επειδή τα έχουν χάσει ήδη όλα.
Η πίεση που ασκείται τις τελευταίες εβδομάδες από τους Αμερικανούς στην ισραηλινή κυβέρνηση είναι αφόρητη. Εδώ, όμως, δεν είναι απλώς θέμα αντοχών. Είναι ζήτημα σκληρού ρεαλισμού. Oσον αφορά το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο, την ώρα που σύσσωμη η διεθνής κοινότητα μιλά για λύση δύο κρατών, στη βάση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με πρωτεύουσα της Παλαιστίνης την ανατολική Ιερουσαλήμ, στο Ισραήλ ακόμα αρνούνται να χαράξουν τα όρια του εδάφους τους. Όσον αφορά τα πλέον άμεσα, δηλαδή τη διοίκηση της Γάζας παραμένει άγνωστο το πώς θα φύγει μια για πάντα από τη μέση η Χαμάς. Σε ποιες εγγυήτριες δυνάμεις θα μπορούσε να εμπιστευτεί το Ισραήλ το νέο σύστημα ασφαλείας του στην περιοχή;
Πόσες πιθανότητες θα έδινε κανείς να αποσυρθούν πλήρως οι ισραηλινές δυνάμεις από την Γάζα; Το χάσμα ανάμεσα στους εμπλεκόμενους είναι απελπιστικό- κάτι που κάνει και τις προσπάθειες διαμεσολάβησης να φαίνονται απέλπιδες. Κάθε μέρα που περνά τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Αν δεν συνθηκολογήσει σύντομα η Χαμάς, κάτι δεν φαίνεται στον ορίζοντα, αυτή που πρέπει να κάνει πίσω είναι η ισραηλινή ηγεσία. Πλησιάζει, άραγε, η ώρα μηδέν για το Ισραήλ του Νετανιάχου.
Πηγή: Protagon.gr