Στέλιος Κούκος /// Πεμπτουσία
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα κοιμάται και «ανασταίνεται» ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Ανασταίνεται με την έννοια ότι τον θυμόμαστε και έτσι η μνήμη του ανανεώνεται!
Αλλά, έτσι κι αλλιώς, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες είναι πάντα παρών και κοντά μας, ένα με τις γιορτές των Χριστουγέννων, της πρωτοχρονιάς και του Αγίου Βασιλείου, των Φώτων.
Και μάλιστα μέσα και έξω από την εκκλησία.
Στους δρόμους μαζί με τους καλαντιστές, στην αγορά για την ετοιμασία του τραπεζιού, με την αγωνία των πιο φτωχών να τα καταφέρουν να κάνουν κι αυτοί Χριστούγεννα, την απορία των γονιών αν θα μπορέσουν να έλθουν τα ξενιτεμένα τους παιδιά για να περάσουν μαζί τις άγιες μέρες, με τους ιερείς και τους ψάλτες στις ποικίλες ακολουθίες των ημερών κτλ. Άλλωστε ως παπαδοπαίδι ο ίδιος και κυρίως ως ψάλτης γνωρίζει πάρα πολύ καλά το εορταστικό εκκλησιαστικό τυπικό.
Είναι κοντά μας και εμείς αντάμα μαζί του μέσα από τα κείμενα του τα οποία μοιάζουν να έχουν γίνει απαραίτητα εορταστικά στοιχεία, όπως οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι της εκκλησίας και ο εκκλησιασμός, το στόλισμα του δέντρου, τα μελομακάρονα και τα κάλαντα και κάθε άλλη προετοιμασία για τα Χριστούγεννα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, μπορεί να αναπληρώσει όλα αυτά! Όταν τίποτε απ’ αυτά που συνηθίσαμε να κάνουμε τα Χριστούγεννα δεν υπάρχουν, μπορεί κάποιος να κάνει Χριστούγεννα επισκεπτόμενος τον χριστουγεννιάτικο κόσμο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη! Όπου κι’ αν βρίσκεται! Φτάνει να έχει πρόσβαση στα κείμενά του και έτσι να μπορέσει να συν-κινηθεί με τον κόσμο της Χριστού-Γέννας.
Έτσι, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν θα τον αφήσει ασυν-κίνητο ίσως και αλιβάνιστο!
Εξάλλου, το πνεύμα όπου θέλει πνει και κατά την καρδίαν και η δόση της μετοχής στο μυστήριο των Χριστουγέννων! Μιλάμε πάντα για ακραίες καταστάσεις και όχι τις κανονικές! Αλλά και σε κανονικές καταστάσεις κάποιος που δυσκολεύεται να πλησιάσει το μυστήριο ο παπαδιαμαντικός κόσμος μπορεί να είναι ο μίτος για το πλησίασμά του.
Όπως για παράδειγμα οι αιχμάλωτοι Έλληνες του 1922 στην Τουρκία που κάπου βρήκαν ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη και το διάβασαν και μέσα στις τρικυμισμένες και ανταριασμένες ψυχές τους ένιωσαν σαν να άκουγαν ευαγγέλιο, σαν να εκκλησιάστηκαν!
Αυτό σημαίνει ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας του διηγήματος ήταν καλά εκκλησιασμένος και γι’ αυτό μπορούσε να «παρασύρει» ή ακόμη να σύρει όπως ο πρωτοχορευτής και άλλους μαζί του σ’ ένα τέτοιο γεγονός, σε έναν τέτοιο ευφρόσυνο χορό.
Το παράδειγμα των αιχμαλώτων είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, αφού οι ίδιοι βρίσκονταν κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες απομονωμένοι. Αλλά, αυτό είναι και ένα προνόμιο της μεγάλης τέχνης να δίνει ζωή και να συμπαρασύρει τους ανθρώπους σε δημιουργικές ανατάσεις. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν η τέχνη συναντιέται με την πίστη χωρίς καταναγκασμό, βεβαίως, αλλά με διάκριση και ευγένεια, όπως στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη.
Η λεπτότητα της ψυχής του δεν σου αφήνει περιθώρια να μην σαγηνευτείς από την περίτεχνη και ευαίσθητη προσέγγισή του στην ζωή, τους ανθρώπους, την φύση, τα ζώα!
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο ταπεινός ερημίτης των Αθηνών έζησε ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, αλλά έγραφε ως καλλικέλαδος αηδών και ο ερημίτης αυτόματα μεταμορφωνόταν σε διδάχο της χώρας που με τα κείμενά του χάριζε και χαρίζει αύρες στοργής, ένα είδος λογοτεχνικής ευλογίας.
Ο κόσμος του Σκιαθίτη λογοτέχνη δεν ήταν ένα προσωπικό παράρτημα, όπως συνηθίζουν να δημιουργούν οι συγγραφείς, αλλά ο πραγματικός κόσμος μέσα στον οποίο ζούσε. Και αυτόν κατάφερε να τιθασεύσει δημιουργικά όσο σκληρός και απροσδόκητος κι αν ήταν ο κόσμος της εποχής του!
Και σίγουρα θα μπορούσε πολύ άνετα να δραπετεύσει και ο ίδιος ξεχνώντας τα δικά του πάθη και τους καημούς, την έντιμό του πενία και τις υποχρεώσεις του προς τρίτους, αλλά φαίνεται να παρέμενε μέσα στον πραγματικό κόσμο για να πληρώνει και να εκπληρώνει κάθε υποχρέωση προς τον κόσμο αυτό. Και ας μην τον πίστευε όπως εξελισσόταν!
Ιδιαίτερα τους ανθρώπους του σιναφιού του.
Και, σίγουρα, κανένας από αυτούς δεν είχε την πλατιά αποδοχή που είχε ο ίδιος. Ο βίος, η πολιτεία και οι συγγραφές του στις εφημερίδες και τα περιοδικά δεν πέρασαν απαρατήρητα από την ζωήν της πρωτεύουσας και όπου αλλού έφταναν. Είχε καθιερωθεί ως ο απαραίτητος και πιο επίσημος «ψάλτης» των εορταστικών αναγνωσμάτων των εντύπων.
Πρόκειται, για ένα έργο που μέχρι σήμερα διατηρείται ακέραιο με την έννοια του μεστού και οξυδερκούς και μπορεί να σε ασκεί πολλαπλώς και περίτεχνα στην γλώσσα, στα νοήματα, στην τέχνη, στην φύση, στην πίστη ως κορυφαία κατάκτηση του ελληνικού λόγου!
Η σαγήνη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη δεν εξαντλείται, αλλά συνεχώς κλιμακώνεται και αποτελεί ένα διαρκές σχολείο ευρύτερης ποιητικής αρμονίας, όπου τόσα πολλά στοιχεία ισορροπούν και συνυπάρχουν με σύνεση, αλλά και με αγαλλίαση, εν τέλει, στην ψυχή του αναγνώστη.
Και γι’ αυτό όσοι προσπάθησαν να απομονώσουν στοιχεία από τον «ακέραιο κυρ Αλέξανδρο» (Νίκος Καρούζος) και τον ακέραιο λόγο, μάλλον, μπερδεύτηκαν οι ίδιοι και μπέρδεψαν και άλλους.
Αλλά τέτοια μέρα που το ημερολόγιο γράφει 3 Ιανουαρίου και αποτελεί ημέρα της εξόδου του, μνείαν ποιούμεν μόνον του ακέραιου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και όχι κάποιαν… αίρεσή του ή εκδοχή του· και για να παραφράσουμε τον Νίκο Καρούζο «και ένα κεράκι η ψυχούλα του το θέλει»!
Απολαύστε ολόκληρο το εξαιρετικό ποίημα:
Νίκος Καρούζος
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος Έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοξείδωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξυπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.
Από την συλλογή «Χορταριασμένα χάσματα»
Πηγή : pemptousia.gr