Ήτανε Καλοκαίρι.
Μου τηλεφώνησε η Βουγιουκλάκη και μου ζήτησε να της γράψω ένα τραγούδι για μια ταινία.
– Θέλω να είναι απαλό, τρυφερό,
σχεδόν ερωτικό, μου είπε
και πρόσθεσε:
– Ποιος θα γράψει τη μουσική;
– Ο Λοΐζος, απάντησα ακαριαία.
– Εντάξει, ο Λοΐζος,
συμφώνησε η Αλίκη.
– Αλλά το τραγούδι το βιάζομαι.
Τηλεφώνησα
στον Λοΐζο για τη ”δουλειά”,
κι έφυγα με την οικογένειά μου
για διακοπές στη Σαντορίνη.
Είχαμε κλείσει ένα δωμάτιο σ’ ένα
ξενοδοχείο μακριά απ’ τη θάλασσα.
Την άλλη μέρα το πρωί, με το μυαλό
κολλημένο στην ανειλημμένη
υποχρέωση για το νανούρισμα,
κατέβηκα να πιώ έναν καφέ
και να γράψω.
Στην τραπεζαρία
ήταν κόσμος και ντουνιάς.
Περίμενα
για να αδειάσει κάποιο τραπέζι
και μόλις άδειασε, όρμησα.
Έβγαλα τα χαρτιά και τα μολύβια μου
και άρχισα να σκέφτομαι τί να γράψω.
Στο μεταξύ, άδειαζαν τα τραπέζια
το ένα μετά το άλλο.
Στο ξενοδοχείο
υπήρχε ένας μόνο σερβιτόρος
κι αυτός, ηλικιωμένος και κουτσός.
Έτσι, μέλια και γάλα
έμεναν πάνω στα τραπέζια.
Πριν προλάβω να πιώ δυο γουλιές
καφέ και να ανάψω τσιγάρο
για να κατέβει η έμπνευση,
η τραπεζαρία είχε γεμίσει μύγες.
Σμήνη έκαναν κάθετες εφορμήσεις
στο μέλι, στο γάλα
και στα μελωμένα ψίχουλα.
Από τη λαιμαργία τους, μερικές την
έπεφταν και στο δικό μου τραπέζι,
ελπίζοντας ότι θα βρουν
κάτι παραπανήσιο να φάνε.
Με το μισό μου μυαλό στις μύγες
και το άλλο μισό στη Βουγιουκλάκη
και στο νανούρισμα
που μου είχε παραγγείλει,
προσπάθησα να γράψω κάνα στίχο,
αλλά εις μάτην.
Οπότε, σκέφτηκα το γιο μου το Νότη,
που κοιμόταν τον αθώο του ύπνο,
– 8 ετών ήταν – ένα όροφο πιο πάνω.
Τον σκέφτηκα να φοράει
το παντελονάκι του, ένα φανελάκι,
ένα καουμπόιοκο καπέλο και να
έχει στα χέρια του δύο πιστόλια.
(Είχα βγάλει φωτογραφίες
με τον καουμπόι γιο μου
στην ταράτσα του σπιτιού μας.)
Και αμέσως άρχισαν
να κυλάνε οι στίχοι στο χαρτί
χωρίς να τους ενοχλούν οι μύγες…
”Θα κεντήσω
πάνω στου αλόγου σου τη σέλα
με διαμαντόπετρες σωρό,
του φεγγαριού το πήγαιν’ – έλα
στο πελαγίσιο το νερό
αγόρι μου, να σε χαρώ.
Θα κεντήσω
στ’ ασημοπίστολά σου πλάι
της χελιδόνας το φτερό,
κι ένα σταυρό να σε φυλάει
τις νύχτες που σε καρτερώ
αγόρι μου, να σε χαρώ.
Θα κεντήσω
πάνω στο δίκοπό σου λάζο,
το βλέμμα σου το καθαρό
αυτό το βλέμμα το γαλάζο
που δε χορταίνω να θωρώ
αγόρι μου, να σε χαρώ…”
Τελείωσα το τραγούδι,
τηλεφώνησα περιχαρής
στον Λοΐζο και στη Βουγιουκλάκη,
και ο Μάνος,
παρότι αργός στα γραψίματά του,
μελοποίησε το κομμάτι σε δυο μέρες.
Το ενορχήστρωσε, το πρόβαρε στην
Αλίκη και το γύρισε για την ταινία
σε χρόνο μηδέν!
Κι έτσι όλα πήγαν καλά.
Το ”Νανούρισμα”
κυκλοφόρησε σε δίσκο
με την Αλίκη Βουγιουκλάκη,
αμέσως μετά
την προβολή του φιλμ
΄΄Η νεράιδα και το παλικάρι”.
Κατόπιν συμπεριελήφθει
στο LP ”Θαλασσογραφίες”.
Ερμηνεύθηκε από τη Μαρίζα Κωχ.
—————–
αλιευμένο από: