«Ο καθένας πρέπει να ξέρει ότι σε αυτόν έλαχε να σώσει το έθνος του, έτσι θα προσπαθήσουν πολλοί και θα το σώσει όποιος μπορέσει»
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ιωάννης Β. Δασκαρόλης
25.06.2024
- Ο Ιωάννης (Ίων) ∆ραγούμης γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1878 στην Αθήνα έχοντας μακρινή καταγωγή, από το Βογατσικό Καστοριάς. Ήταν γιος του Στέφανου ∆ραγούμη, γνωστού δικαστικού και πολιτικού με πολλές θητείες στη Βουλή, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός μετά το κίνημα του 1909 στο Γουδή, ενώ ήταν ο τελευταίος ύπατος αρμοστής στην Κρήτη. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της νεότητάς του, ο ∆ραγούμης, παράλληλα με τις νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μελέτησε εντατικά πολλά βιβλία φιλοσοφίας και ιστορίας αποκτώντας βάθος και πνευματική ευαισθησία. Από νωρίς βρισκόταν σε επαφή και αλληλεπίδραση με πολλούς σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του (Κωστής Παλαμάς, Νίκος Καζαντζάκης, ∆ημήτριος Γλυνός ανάμεσά τους), ενώ με τον Περικλή Γιαννόπουλο ήταν και επιστήθιοι φίλοι. Ο ∆ραγούμης ήταν ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του Εκπαιδευτικού Ομίλου, του σημαντικότερου συλλόγου δημοτικιστών στην Αθήνα, ενώ απεχθανόταν τον λογιοτατισμό με την ξύλινη καθαρεύουσα και τη στείρα αρχαιομανία του, που είχε αποκοπεί από την τρέχουσα λαϊκή πραγματικότητα της εποχής. Τις θέσεις αυτές υποστήριξε, ανάμεσα σε άλλες, στα δύο πρώιμα βιβλία του: Το μονοπάτι (1902) και Ελληνικός πολιτισμός (1912). Κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897 κατατάχθηκε και πολέμησε ως εθελοντής, καταγράφοντας στο ημερολόγιό του το ανέτοιμο του ελληνικού στρατού. Ακολούθως εισήλθε στο ∆ιπλωματικό Σώμα το 1899 και υπηρέτησε ως προξενικός υπάλληλος στο Μοναστήρι (1902), στις Σέρρες (1903), στη Φιλιππούπολη (1904), στην Αλεξάνδρεια (1905) και στην Κωνσταντινούπολη (1907). Εκεί, σε συνεργασία με τον επιστήθιο φίλο του Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη σύστησαν την Οργάνωση Κωνσταντινούπολης, μια μυστική οργάνωση αυτοάμυνας των Ελλήνων της Πόλης.
Τα πρώτα στάδια του Μακεδονικού Αγώνα
Η οργάνωση των πρώτων ένοπλων ομάδων, η σύσταση μυστικής δραστηριότητας και οι διαρκείς περιοδείες.
Ο Ίων ∆ραγούμης ορίστηκε γενικός γραμματέας του ελληνικού προξενείου στο Μοναστήρι το 1902. Το τραχύ μακεδονικό σκηνικό λειτούργησε ως ένα προσωπικό ξύπνημα για τον ίδιο από την ευχάριστη ραστώνη της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας. Αντελήφθη τον μακεδονικό χώρο ως ένα πολύ σοβαρό περιβάλλον, ένα σχολείο ελευθερίας που έβγαζε άνδρες ελεύθερους, τόπο της αληθινής ζωής. Καθημερινά στο ελληνικό προξενείο έφταναν δεκάδες ειδήσεις, αληθινές ή υπερβολικές ή ακόμη και ψευδείς κάποιες, για την τρομοκρατική δραστηριότητα των Βούλγαρων κομιτατζήδων στην Καστοριά και στη Φλώρινα, εις βάρος ελληνόφωνων ή σλαβόφωνων χωρικών, ώστε αυτοί να αποσκιρτήσουν στη Βουλγαρική Εξαρχία. Η δραστηριότητα των κομιτατζήδων, που είχαν ως ηγέτη τον διαβόητο Βασίλ Τσακαλάρωφ, περιλάμβανε απειλές, βίαιη και σκληρή φορολόγηση χωρικών, υποσχέσεις και δωροδοκίες, αλλά και ξαφνικές, αποτρόπαιες δολοφονίες με δεκάδες μαχαιριές εν μέση οδώ όσων τυχόν δεν συνεργάζονταν. Μόνο στο ελληνόφωνο χωριό Νερέτι της Καστοριάς οι κομιτατζήδες έσφαξαν πέντε χωρικούς και τον πατέρα του ιερέα του χωριού, ο οποίος ζήτησε βοήθεια από το προξενείο ώστε να φυγαδευτεί στην Ελλάδα και να σωθεί από βέβαιο θάνατο. Σύμφωνα με την έκθεση Τσορμπατζόγλου, ενός Έλληνα εμπειρογνώμονα που στάλθηκε από το ελληνικό κράτος στη Μακεδονία το 1904 για να μελετήσει το ζήτημα, οι εξαρχικοί είχαν δολοφονήσει 300 έως 350 πατριαρχικούς μέχρι το 1905.
Ο Ίων ∆ραγούμης έστελνε αγωνιώδεις σχετικές αναφορές στην ελληνική κυβέρνηση, οι οποίες όμως αντιμετωπίστηκαν αρνητικά, καθώς υπήρχε τότε ο διεθνής περισπασμός του Κρητικού Ζητήματος. Ο ∆ραγούμης έβλεπε με αγωνία τον ελληνισμό των περιοχών αυτών να τρεμοσβήνει και αποφάσισε, αυτός, ένας άνθρωπος, να αναλάβει το επικίνδυνο έργο ενίσχυσης του ελληνικού φρονήματός τους.
Σε πρώτο χρόνο ανέπτυξε πυκνή αλληλογραφία κυρίως με τον γαμπρό του, υπολοχαγό Παύλο Μελά, και τον πατέρα του Στέφανο, τους οποίους αφού μύησε στο σχέδιό του, τους ζήτησε να του εξασφαλίσουν χρηματοδότηση και εθελοντές. Ακολούθως, ήρθε σε επαφή με τις περισσότερες ελληνίζουσες κοινότητες και χωριά κυρίως της Καστοριάς και της Φλώρινας και κατάφερε να οργανώσει και να εξοπλίσει τοπικές ένοπλες ομάδες για την προστασία τους από τους κομιτατζήδες. Στην αλληλογραφία του με τον Μελά, ο ∆ραγούμης επέμενε ότι οι ομάδες που θα συγκροτούνταν έπρεπε να αποτελούνται από ντόπιους που ήξεραν τους τόπους και θα τους εμπιστεύονταν περισσότερο οι τοπικοί πληθυσμοί, ενώ οι εθελοντές από την Ελλάδα είναι βέβαιο ότι θα έφερναν σε δύσκολη θέση την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Παύλος Μελάς εξασφάλισε χρηματοδότηση για το εγχείρημα του ∆ραγούμη από τη θερμή φίλη της Ελλάδας Λουίζα Ριανκούρ (60 λίρες μηνιαίως). Τα ποσά αυτά αποστέλλονταν στον ∆ραγούμη και αυτός στο τέλος κάθε μήνα απέδιδε λεπτομερή λογαριασμό εξόδων, αλλά και για το περίσσευμά τους. Επειδή η επικοινωνία του ∆ραγούμη με τον Μελά γινόταν δι’ αλληλογραφίας με συνθηματικά, συχνά δημιουργούνταν μεγάλες παρεξηγήσεις που οδηγούσαν σε σοβαρά λάθη και εκνευρισμούς μεταξύ των δύο ανδρών.
Ο ∆ραγούμης οργάνωσε και κατηύθυνε τις πρώτες ένοπλες ελληνικές ομάδες για προστασία των ελληνόφωνων χωριών, ενώ προσπάθησε να χρηματοδοτήσει και να οργανώσει και τη δολοφονία του Τσακαλάρωφ, χωρίς όμως επιτυχία. Για καλύτερο συντονισμό, ο ∆ραγούμης συνέστησε μια μυστική εταιρεία, τη Μακεδονική Άμυνα, στην οποία μύησε όλους τους Έλληνες προκρίτους των διαφιλονικούμενων περιοχών (της Φλώρινας, της Κοζάνης, της Σιάτιστας, της Καστοριάς, του Βογατσικού και της Κορυτσάς), συστήνοντας έτσι ένα πρόσθετο δίκτυο πληροφοριών και αλληλοβοήθειας μεταξύ των ελληνικών κοινοτήτων (ΓΕΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ∆ΙΣ, Αθήνα 1979, σελ. 114).
Το τυπικό της μύησης αλλά και τον κανονισμό λειτουργίας τους τα συνέταξε ο ίδιος και περιλάμβαναν ορκωμοσία στο Ιερό Ευαγγέλιο από έμπιστο πρόσωπο της οργάνωσης (Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Ίων ∆ραγούμης – Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 149). Βασική προτεραιότητα του ∆ραγούμη παρέμενε ο προσεταιρισμός των σλαβόφωνων ορθόδοξων πληθυσμών της Μακεδονίας που αμφιταλαντεύονταν μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Για τον σκοπό αυτόν κατέβαλε προσπάθεια να ιδρυθούν ελληνικά σχολεία, αλλά κυρίως γυμναστήρια σε όλη τη Μακεδονία, με γυμναστές Έλληνες αξιωματικούς που θα χρησίμευαν και ως πράκτορες για λογαριασμό του ελληνικού κράτους.
Όλη αυτή τη δραστηριότητα ο ∆ραγούμης την έφερε εις πέρας με πλήθος περιοδειών σε όλη τη βόρεια Μακεδονία, τις οποίες έκανε ο ίδιος έφιππος, διατρέχοντας μεγάλο προσωπικό κίνδυνο, ενώ στη Βέροια συνελήφθη και φυλακίστηκε από τις τουρκικές Αρχές. Ο ∆ραγούμης προσπάθησε να συντονίσει όλους τους συνεργάτες του με ένα μεγάλο πλήθος καθημερινών κρυπτογραφικών επιστολών, όχι όμως πάντα με επιτυχία, καθώς αυτές πολλές φορές καθυστερούσαν να φτάσουν στον προορισμό τους ή δεν έφταναν καθόλου. Στο περιθώριο όλης αυτής της έντονης δραστηριότητας ο ∆ραγούμης έγραφε τις εντυπώσεις του από τους τόπους που περνούσε και τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί, σε μια κάπως άναρχη διήγηση, που θα αποτελούσε το πιο γνωστό βιβλίο του, το Μαρτύρων και ηρώων αίμα (1907), το οποίο εκδόθηκε μετά τον ηρωικό θάνατο του Παύλου Μελά.
Η ελληνική αντίδραση δεν πέρασε απαρατήρητη από τους κομιτατζήδες, που αντέδρασαν βίαια και συνεχώς συγκροτούσαν και έστελναν νέες ομάδες ενόπλων στις διαφιλονικούμενες περιοχές. Η βουλγαρική βία έγινε πιο ωμή και τυφλή, καθώς στις 17 Αυγούστου 1903 ο Τσακαλάρωφ δολοφόνησε τέσσερις σλαβόφωνους αγωγιάτες γιατί δεν του παρέδωσαν φορτία με αλάτι που ζήτησε. Οι τρεις ήταν ανήλικοι. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1903, ο Τσακαλάρωφ εισήλθε με την ακολουθία του στο χωριό Μπρέσνιτσα και σκότωσε δύο σλαβόφωνους πατριαρχικούς με φρικτά βασανιστήρια (τον Γ. Καραολάν τον ανέβασαν σε ένα ζώο δεμένο στην πλατεία του χωριού και τον λόγχισαν μέχρι θανάτου, στον Αντώνιο Τζάικου έκοψαν πρώτα τα χέρια και μετά του έβγαλαν τα μάτια). Ήδη στις 5 Σεπτεμβρίου 1903 ο ∆ραγούμης προειδοποιούσε τον Παύλο Μελά ότι έπρεπε οπωσδήποτε να έρθουν από την Ελλάδα ένοπλα σώματα, υπό την ηγεσία Έλληνα ανώτερου αξιωματικού, για να καταπολεμήσουν το Βουλγαρικό Κομιτάτο, αλλιώς θα χάνονταν όλα.
Αλλά η δραστηριότητα του ∆ραγούμη επεκτεινόταν και στην Αθήνα, καθώς θεωρούσε κρίσιμο να κινητοποιηθεί το εθνικό κέντρο υπέρ της Μακεδονίας. Με συνεχείς κρυπτογραφικές επιστολές του στον πατέρα του Στέφανο, του ζητούσε να αρθρογραφεί στον Τύπο για τα ζητήματα της Μακεδονίας αλλά και να οργανώσει έναν σύλλογο που θα βοηθούσε τον αμυντικό αγώνα του ελληνισμού στη Μακεδονία.
Ο ζήλος του ∆ραγούμη δεν μειώθηκε ούτε όταν έλαβε μετάθεση για το προξενείο Σερρών τον Οκτώβριο του 1903, αλλά συνέχισε απτόητος το έργο του περιοδεύοντας στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, όπου εμψύχωνε τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς. Η παρουσία του ∆ραγούμη έκανε πολύ θετική εντύπωση στους πληθυσμούς των περιοχών που επισκέφτηκε, «ένας νέος όπως πρέπει, με πολλά προτερήματα και με καλήν ανατροφήν», «ακτίς τις φωτός». Στη δραστηριότητα που ανέπτυξε σε όλη τη διετία 1903-1904, ο ∆ραγούμης είχε ως βασικούς παραστάτες τον βλαχόφωνο καπετάν Κώττα, γνωστό οπλαρχηγό των περιοχών, αλλά και τον ατρόμητο μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, που με δύο σωματοφύλακες επίσης περιόδευε άφοβος σε όλες τις περιοχές της Μακεδονίας, αναπτερώνοντας το ηθικό των πατριαρχικών πληθυσμών.
Η πυρετώδης δραστηριότητα και οι αγωνιώδεις εκκλήσεις του ∆ραγούμη προς το εθνικό κέντρο έφεραν αποτέλεσμα τον Απρίλιο του 1904, όταν ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης σε συνάντησή του με τον Παύλο Μελά πρόσφερε την ανεπίσημη υποστήριξη του ελληνικού κράτους στον εκκολαπτόμενο Μακεδονικό Αγώνα. Ο Μελάς παρουσιάστηκε και στον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος ενθουσιάστηκε με την ιδέα προσφέροντας τη στήριξή του, ενώ οι Αρχές, υπό άκρα μυστικότητα, πρόσφεραν τέσσερις μόνιμους αξιωματικούς, δεκαπέντε στρατιώτες, εκατόν πενήντα όπλα, χιλιάδες φυσίγγια και οικονομική αρωγή. Ο Μακεδονικός Αγώνας μόλις ξεκινούσε…
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο
Από το διπλωματικό σώμα πλάι στον διάδοχο Κωνσταντίνο και στο Γενικό Επιτελείο.
Μετά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, αν και μπορούσε να αποφύγει τη στράτευση ανήκοντας στο διπλωματικό σώμα, ο Ίων ∆ραγούμης κατατάχθηκε εθελοντικά θέλοντας να πολεμήσει. Τελικά, στις 13 Οκτωβρίου 1912 αποσπάστηκε με τον βαθμό του δεκανέα στο επιτελείο του διαδόχου Κωνσταντίνου. Ο ∆ραγούμης ξεκίνησε αμέσως σιδηροδρομικώς για τη Λάρισα, φτάνοντας στην Ελασσόνα την επομένη. Από εκεί έφιππος συνέχισε προσπαθώντας να φτάσει στο επιτελείο του διαδόχου και μετά από καθυστερήσεις έφτασε στη Βέροια στις 18 Οκτωβρίου 1912. Εκεί, μετά από συνεννόηση με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, απέστειλε τηλεγράφημα προς το Υπουργείο Εξωτερικών, προτείνοντας την άμεση κατάληψη της Καβάλας από ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Αθήνα. Ο ∆ραγούμης συνιστούσε να σταλούν και να καταλάβουν την πόλη τρεις με τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες, καθώς δεν υπήρχαν εκεί τουρκικά στρατεύματα, έτσι ώστε να δημιουργηθούν τετελεσμένα υπέρ των ελληνικών δικαίων στην περιοχή. Η πρόταση του ∆ραγούμη συνιστούσε να συμπεριληφθούν στην επιχείρηση ο υποπλοίαρχος Στυλιανός Μαυρομιχάλης και ο ανθυπολοχαγός Λίγαδης, επειδή γνώριζαν τις τοποθεσίες. Το τηλεγράφημα, το οποίο υπέγραφε και ο λοχαγός Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, τόνιζε ότι η πρόταση γινόταν μετά από συνεννόηση και έγκριση του Γενικού Επιτελείου [Ίων ∆ραγούμης, Τα «κρυμμένα» ημερολόγια (Οκτώβριος 1912 – Αύγουστος 1913), εισαγωγή – επιμέλεια – σχόλια: Νώντας Τσίγκας, Πατάκης, Αθήνα 2020, σελ. 79]. Η πρόταση όμως απορρίφθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών, που απάντησε ότι ο ∆ραγούμης ήταν αναρμόδιος και η σχετική πρόταση έπρεπε να γίνει απευθείας από το Γενικό Επιτελείο ώστε να εξεταστεί. Στη συνέχεια, ο ∆ραγούμης, ακολουθώντας πλέον την πορεία του Γενικού Επιτελείου, πέρασε από τη Νάουσα στις 18 και από τη Σκύδρα στις 19 Οκτωβρίου, και την επομένη στρατοπέδευσε σε ένα ύψωμα απέναντι από τα Γιαννιτσά. Όλη τη νύχτα έβρεχε καταρρακτωδώς και η σκηνή του ∆ραγούμη γέμισε νερό, ενώ ο ίδιος έτρεμε από το κρύο. Με το πρώτο φως της ημέρας εκτυλίχθηκε ενώπιόν του η ηρωική Μάχη των Γιαννιτσών, όπου ο ελληνικός στρατός επιτέθηκε σε ανοιχτό πεδίο υπό το τουρκικό πυρ. Ο ∆ραγούμης διέκρινε, λίγες ώρες μετά, μια ελληνική μεραρχία να ανεβαίνει σε λόφο από αριστερά, απειλώντας τα τουρκικά στρατεύματα με κύκλωση. Στις 11.00 η μάχη είχε κριθεί, καθώς οι Τούρκοι υποχωρούσαν έντρομοι πετώντας τα όπλα τους, ενώ ο ∆ραγούμης είδε τον διάδοχο Κωνσταντίνο να κοιτάζει την πορεία των ελληνικών στρατευμάτων χαμογελαστός και, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, τον λάτρεψε.
Στις 21 Οκτωβρίου ο ∆ραγούμης μπήκε με το Γενικό Επιτελείο στα Γιαννιτσά και αντίκρισε μια πόλη που είχε καταστραφεί σχεδόν κατά το ήμισυ από τα πυρά του ελληνικού Πυροβολικού. Η τουρκική συνοικία της πόλης έπλεε στη λάσπη από τη βροχή και είχε εκκενωθεί πλήρως από τους κατοίκους της. Στην έξοδο της πόλης ο ∆ραγούμης είδε τουρκικό στρατιωτικό υλικό που είχε εγκαταλειφθεί άρον άρον, αλλά και μερικούς Τούρκους στρατιώτες νεκρούς, καθώς στην άτακτη υποχώρησή τους αντάλλαξαν πυροβολισμούς με στρατεύματα που έρχονταν προς ενίσχυσή τους. Η πορεία του ελληνικού στρατού συνεχίστηκε μέχρι το Άδενδρο (24 Οκτωβρίου) και ο ∆ραγούμης πίεζε τους στρατιωτικούς για γρηγορότερη προέλαση καθώς καραδοκούσε ο κίνδυνος των Βουλγάρων [Γιάννης Μέγας, Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912-1913), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 46-47]. Στις 25 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός βρέθηκε στο χωριό Γέφυρα, 12 χλμ. μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου, ο διάδοχος κάλεσε τον ∆ραγούμη και τον διέταξε να συνοδεύσει αξιωματικούς του Γενικού Επιτελείου, ώστε να συνταχθεί πρόσθετο πρωτόκολλο για την παράδοση της Θεσσαλονίκης (το πρώτο είχε υπογραφεί τη νύχτα της 26ης προς την 27η Οκτωβρίου). Ο ∆ραγούμης στις 8 το πρωί εκείνης της ιστορικής ημέρας βρισκόταν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, πλημμυρισμένος από συναισθήματα εθνικής αλλά και προσωπικής υπερηφάνειας, ενθυμούμενος τους προσωπικούς του αγώνες για τη Μακεδονία. Μαζί του βρισκόταν και ο Εξαδάκτυλος, που είχε ομοίως δράσει κατά τον Μακεδονικό Αγώνα στη Θεσσαλονίκη ως διπλωματικός ακόλουθος και οι κάτοικοι της πόλης τον αναγνώριζαν και τον αγκάλιαζαν.
Οι ∆ραγούμης και ∆ούσμανης, μετά από συνεννοήσεις με τον Ταχσίν πασά, συνέταξαν το συμπληρωματικό πρωτόκολλο που ρύθμιζε λεπτομέρειες της παράδοσης (τελωνεία, Χωροφυλακή, κ.τ.λ.), το οποίο υπογράφηκε το μεσημέρι. Σε ένα σκηνικό εθνικής μυσταγωγίας που ακολούθησε, οι δύο αξιωματικοί ∆ραγούμης και Εξαδάκτυλος πήγαν στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά και, ενώπιον ενός πλήθους που παραληρούσε από ενθουσιασμό, φίλησαν το χέρι του μητροπολίτη με σεβασμό. Στη συνέχεια ο ∆ραγούμης πήγε στον περίβολο της Μητρόπολης και ύψωσε αργά αργά την ελληνική σημαία, σημάδι της ελληνικής κυριαρχίας, τα μάτια όλων των παρισταμένων δάκρυσαν και όλοι φώναξαν μέσα από την ψυχή τους υπέρ της νέας Ελλάδας που ανέτελλε στη Μακεδονία. Την επομένη, στις 28 Οκτωβρίου 1912, εισήλθε επισήμως ο ελληνικός στρατός στη Θεσσαλονίκη, με προπορευόμενο έφιππο τον αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο, προλαβαίνοντας τα βουλγαρικά στρατεύματα που βρίσκονταν στα πρόθυρα της πόλης.
Στις 27 Νοεμβρίου 1912, ο ∆ραγούμης συναντήθηκε με τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ και πιθανόν του μετέφερε πληροφορίες ότι κινδύνευε να δολοφονηθεί και για λόγους ασφαλείας τον προέτρεψε να επιστρέψει στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον ∆ραγούμη, ο βασιλιάς τού μίλησε με μια ακατάσχετη λογοδιάρροια, σχεδόν σαν μικρό παιδί, και του είπε ότι είχε φέρει όλη την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και δεν σκόπευε να εγκαταλείψει την πόλη για κανέναν λόγο. (Ίων ∆ραγούμης, Τα «κρυμμένα» ημερολόγια, σελ. 103-104).
Η είσοδος στον πολιτικό στίβο
Η κάθοδος στην πολιτική σε μια περίοδο ακραίας πόλωσης και οι προσπάθειες συμφιλίωσης των δύο παρατάξεων.
Κατά τον Εθνικό ∆ιχασμό του 1915, όταν δηλαδή τέθηκε με ένταση το ζήτημα με ποιον στρατιωτικό συνασπισμό θα συντασσόταν η Ελλάδα στην παγκόσμια πολεμική σύρραξη, ο ∆ραγούμης ως πρόξενος στη Ρωσία υποστήριξε στις διπλωματικές αναφορές του τη σύμπραξη με την Αντάντ (Entente). Σε πρώτο χρόνο υποστήριξε ότι η Ελλάδα έπρεπε να μείνει ουδέτερη, με ευμενή στάση προς την Αντάντ, και να διαπραγματευτεί την είσοδό της στον πόλεμο έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων στα βόρεια σύνορά της. Επίσης υποστήριξε ότι η Ελλάδα όφειλε πάση θυσία να αποφύγει τις πολεμικές συρράξεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς αυτές θα οδηγούσαν σε εξόντωση των ελληνικών κοινοτήτων στη Μικρά Ασία. Ο ∆ραγούμης θεωρούσε ότι ήταν αδύνατον οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες να νικήσουν ολοκληρωτικά τους αντιπάλους τους και το μόνο που θα μπορούσαν να πετύχουν είναι κάποια σοβαρή τοπική νίκη στο ∆υτικό Μέτωπο. Ακόμη όμως και σε αυτό το σενάριο, ο ∆ραγούμης πίστευε ότι οι Αγγλογάλλοι θα παρέμεναν κυρίαρχοι στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω της σαφούς ναυτικής τους υπεροχής.
Σύμφωνα με τον ∆ραγούμη, όταν η Ελλάδα θα συντασσόταν με την Αντάντ, η απόφασή της θα έστρεφε εκτός απροόπτου τη Βουλγαρία προς τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες και η Ελλάδα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη συμμαχική στρατιωτική βοήθεια που θα στελνόταν στα Βαλκάνια, για να βελτιώσει το εδαφικό της καθεστώς στην περιοχή. Επίσης ο ∆ραγούμης υπογράμμιζε ότι σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν έπρεπε να εγκαταλείψει τη Σερβία και να επιτρέψει να αλλάξει η εδαφική ισορροπία μεταξύ των τριών βαλκανικών χωρών.
Στις αρχές του 1915, ο ∆ραγούμης παραιτήθηκε από τη θέση του προξένου και αποφάσισε να πολιτευτεί ως ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής στη Φλώρινα, μια επαρχία που γνώριζε αρκετά καλά από τον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά χωρίς να διαθέτει κομματική στήριξη ή χρηματοδότηση. Στο ημερολόγιό του περιγράφει την τραγελαφική προεκλογική του εκστρατεία, όταν περιόδευε στη Φλώρινα και δεν ερχόταν κανείς να τον ακούσει να μιλάει ή όταν οι αγρότες δεν αντιλαμβάνονταν τα νοήματα των ομιλιών του, που τις ξεκινούσε στην καθαρεύουσα και τις ολοκλήρωνε με δημοτική. Έτσι, στις πρώτες εκλογές απέτυχε, κάτι που τον απογοήτευσε βαθιά, αλλά στις επαναληπτικές τοπικές στις 31 Μαΐου 1915 τελικά εξελέγη βουλευτής.
Η πρώτη ομιλία του ∆ραγούμη στη Βουλή (συνεδρίαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1915) έγινε την επομένη της αποβίβασης των πρώτων γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη και ήταν μια ολομέτωπη επίθεση κατά της εξωτερικής πολιτικής Βενιζέλου. Ο ∆ραγούμης θεώρησε απαράδεκτη την αποβίβαση, καθώς αυτή υπονόμευε ευθέως την ελληνική κυριαρχία, θα επέφερε ζημιές στις υποδομές των περιοχών, θα εμπόδιζε μια πιθανή ελληνική επιστράτευση, αλλά και θα προκαλούσε αναταραχή στην οικονομική δραστηριότητα της Θεσσαλονίκης.
Κατά τον προεκλογικό αγώνα του 1916, όταν και εξελέγη με όλο τον συνδυασμό του λόγω της αποχής των βενιζελικών, ο ∆ραγούμης υποστήριξε ανοιχτά τον βασιλιά στη διένεξή του με τον Βενιζέλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο προεκλογικό του πρόγραμμα υπογράμμιζε ότι ο βασιλιάς δεν ήταν διακοσμητικός, αλλά είχε δικαίωμα να εκφέρει γνώμη για κρίσιμα ζητήματα του κράτους (Ίων ∆ραγούμης, Προγραμματικοί πολιτικοί στοχασμοί, Τυπογραφείο Πετράκος, Αθήνα 1916, σελ. 15-16). Αυτή την περίοδο εξέδωσε το πολιτικό περιοδικό Πολιτική Επιθεώρηση, με μετριοπαθή αντιβενιζελικό πολιτικό προσανατολισμό. Επίσης έγραψε το βιβλίο Σαμοθράκη, με αφορμή την επίσκεψή του στο όμορφο νησί, όπου πραγματεύεται τα χνάρια και το διαχρονικό στίγμα του ελληνισμού στην ελληνική ύπαιθρο.
Στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής του 1916 και μετά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης Σκουλούδη, ο ∆ραγούμης ζήτησε από τον πρωθυπουργό να διαλύσει όλες τις παρανοήσεις και τις παρεξηγήσεις με την Αντάντ, αλλά και να εξετάσει σοβαρά την πιθανότητα συμμετοχής στον πόλεμο στο πλευρό της (συνεδρίαση 27ης Ιανουαρίου 1916). Καθώς οι πιέσεις από την Αντάντ προς της Ελλάδα αυξάνονταν, ο ∆ραγούμης προειδοποίησε την κυβέρνηση ότι, αν γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα διεξήγαν επιχειρήσεις σε ελληνικά εδάφη στην Ανατολική Μακεδονία, η Ελλάδα θα έπρεπε να αντιδράσει άμεσα συντασσόμενη με την Αντάντ (συνεδρίαση 14ης Μαρτίου 1916). Επίσης ενημέρωνε την κυβέρνηση και ζητούσε προστασία για ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν στα εδάφη της Σερβίας ή δέχονταν πιέσεις στις παραμεθόριες με τη Βουλγαρία περιοχές (συνεδρίαση 18ης Μαρτίου 1916).
Όλο τον Απρίλιο ο ∆ραγούμης περιόδευσε στη Φλώρινα, ενώ επισκέφτηκε και τη Θεσσαλονίκη, για να αποκτήσει ο ίδιος εικόνα της κατάστασης. Η παράδοση του Ρούπελ και των παραμεθόριων φρουρίων της Ανατολικής Μακεδονίας σε γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα τραυμάτισε τον πατριωτισμό του ∆ραγούμη, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε έντονα στη Βουλή, ζητώντας από την κυβέρνηση Σκουλούδη επειγόντως αλλαγή πολιτικής (συνεδρίαση 7ης Μαΐου 1916). Το καλοκαίρι του 1916 εργάστηκε για μια συμφιλίωση μεταξύ των δύο παρατάξεων, συναντώντας τον Παύλο Κουντουριώτη στα γραφεία της Πολιτικής Επιθεώρησης και προτείνοντας τη δημιουργία μιας κυβέρνησης συμβιβασμού υπό την προεδρία του ναυάρχου, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η ουδετερόφιλη πολιτική του βασιλιά Κωνσταντίνου είχε ξεπεραστεί από τις καταιγιστικές εξελίξεις και είχε αναιρεθεί στην πράξη, καθώς είχε οδηγήσει στη συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας και στην de facto απώλεια εθνικού εδάφους στην Ανατολική Μακεδονία. Ο Ίων ∆ραγούμης πρότεινε στον βασιλιά μέσω του Αλέξανδρου Καραπάνου να συνταχθεί με την Αντάντ όσο ήταν καιρός, παρέμενε διακριτά ανεξάρτητος από τους υπόλοιπους αντιβενιζελικούς που είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον βασιλιά, αλλά απέρριπτε την ιδέα να συνταχθεί με τον Βενιζέλο, γιατί τον θεωρούσε υπεύθυνο για τις ταπεινώσεις και το κουρέλιασμα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας από τους Αγγλογάλλους (Πηνελόπη ∆έλτα, Ίων ∆ραγούμης, Ερμής, Αθήνα 2008, σελ. 185-187).
Εξόριστος στην Κορσική και στη Σκόπελο
Από τον αποπνικτικό εγκλεισμό στον αδιάλλακτο αντιβενιζελισμό.
Η τελική έξωση του βασιλιά Κωνσταντίνου από την Ελλάδα στις 30 Μαΐου 1917 συγκλόνισε τον ∆ραγούμη, ενώ σε σύσκεψη πολιτικών που έγινε λίγο πριν από την οριστική φυγή του βασιλιά, ο ∆ραγούμης έδωσε τον λόγο του ότι θα εργαζόταν στο μέλλον για την επιστροφή του. Η επέμβαση των Συμμάχων στα εσωτερικά της Ελλάδας τον είχε εξοργίσει, έτσι στις 3 Ιουνίου 1917 δημοσίευσε στην Πολιτική Επιθεώρηση το πολύκροτο άρθρο του «Το μάθημα των πραγμάτων». Σε αυτό αποδοκίμαζε όλες τις βενιζελικές ενέργειες που κατά τον ίδιο είχαν εκμηδενίσει την ελληνική εθνική κυριαρχία, γεμίζοντας Αθήνα και Θεσσαλονίκη με γαλλικά αποικιακά στρατεύματα. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του άρθρου ανέφερε ότι: «Όπως το όνομα του Βενιζέλου συνεδέθη αρρήκτως πλέον με την έννοια της εξυπηρετήσεως των ξένων συμφερόντων και της μισθοφορίας, ούτω και το όνομα του Βασιλέως Κωνσταντίνου είναι άρρηκτα πλέον συνδεδεμένον με την έννοιαν της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος». Το άρθρο προκάλεσε αίσθηση για το έντονα καταγγελτικό του ύφος και λόγω αυτού συμπεριελήφθη στον κατάλογο με άλλους αντιβενιζελικούς πολιτικούς, στρατιωτικούς και δημοσιογράφους που εξορίστηκαν στην Κορσική.
Ο ∆ραγούμης αποδέχτηκε την εξορία του γιατί πίστεψε ότι θα αφηνόταν ελεύθερος και είχε σκοπό να μεταβεί στην Αγγλία και να διαφωτίσει τους Άγγλους πολιτικούς για όσα συνέβησαν στην Ελλάδα (Ιωάννης Μάλλωσης, Ο Ίων ∆ραγούμης εξόριστος, Αθήνα 1920, σελ. 25-2). Αρχικά η παραμονή του ∆ραγούμη στο Αιάκειο της Κορσικής είχε ευεργετικά αποτελέσματα στον ίδιο, καθώς έμοιαζε με ένα διάλειμμα ανασυγκρότησης, περίσκεψης και αναστοχασμού. Εύλογα λοιπόν το τελευταίο του λογοτεχνικό έργο, που έγραψε εκείνη την περίοδο και δημοσιεύτηκε μετά θάνατον από τον αδερφό του Φίλιππο, ονομάστηκε Σταμάτημα. Σταδιακά όμως η παραμονή του στην Κορσική γινόταν ολοένα πιο δυσάρεστη, καθώς οι γαλλικές Αρχές είχαν περιορίσει ασφυκτικά τους εξόριστους με μια σειρά αυστηρών περιορισμών στην αλληλογραφία τους αλλά και στην ελευθερία κινήσεών τους εκτός του πολυτελούς ξενοδοχείου όπου διέμεναν, ενώ παρακολουθούνταν συνεχώς από Γάλλους πράκτορες ακόμη και εντός του ξενοδοχείου.
Σταδιακά, η στασιμότητα και ο αποπνικτικός εγκλεισμός του εξόργισαν τον ∆ραγούμη. Η νοσταλγία για την πατρίδα και η έλλειψη δραστηριότητας τον είχε τσακίσει ψυχολογικά και τον μετέστρεψαν σε αδιάλλακτο αντιβενιζελικό. Τελικά, οι ελληνικές Αρχές επέτρεψαν στον ∆ραγούμη να επιστρέψει στην Αθήνα τον Μάιο του 1919, αλλά με νέα απόφαση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Εμμανουήλ Ρέπουλη, εξορίστηκε ξανά στη Σκόπελο μαζί με άλλα πρόσωπα μη αρεστά στην κυβέρνηση. Ο ∆ραγούμης εξορίστηκε χωρίς να εκκρεμούν εις βάρος του κατηγορίες και παρά το γεγονός ότι ήταν εν ενεργεία μέλος της Βουλής των Λαζάρων. Οι Αρχές τού αρνήθηκαν ακόμα και να κατέβει από το πλοίο για λίγο στο λιμάνι του Πειραιά ώστε να χαιρετήσει τον γηραιό πατέρα του. Η παραμονή του στη Σκόπελο του ήταν πολύ δυσάρεστη, καθώς του έλειπαν οι ανέσεις του πολυτελούς ξενοδοχείου της Κορσικής. Έγραφε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του: «Βρίσκομαι σα σε φυλακή που είναι και καμίνι μαζί και ψήνομαι και βασανίζομαι και δεν έχω καμιά χαρά και ευχαρίστηση. Και γιατί είμαι εδώ; Απλούστατα επειδή δεν προσκυνώ το Βενιζέλο, άλλος λόγος δεν υπάρχει, ούτε μπορούν να βρουν κανένα στοιχείο κατηγορίας» (Ίων ∆ραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, τόμ. ΣΤ΄, Ερμής, Αθήνα 1987, σελ. 106).
Ο ∆ραγούμης επέστρεψε τελικά στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 1919 και αμέσως, με εκτεταμένη αρθρογραφία στις εφημερίδες, ανήγγειλε την εκ νέου είσοδό του στην πολιτική με καθαρά αντιβενιζελικό προσανατολισμό. Στην πρώτη του συνέντευξη στην Πολιτεία ζήτησε την ένωση όλων των αντιπολιτευόμενων ομάδων, κομμάτων και πολιτευτών που όφειλαν να παραμερίσουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Σε άλλες του δηλώσεις κατηγορούσε τον Βενιζέλο για εσωτερικό αυταρχισμό, για χρησιμοποίηση του ξένου παράγοντα στην εσωτερική διένεξη και για τη διαιώνιση των αυταρχικών μέτρων μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Η Καθημερινή, 27.11.1919. Άρθρο: «Ο κ. Ιωάννης ∆ραγούμης απαντά εις τον λόγον του κ. Πρωθυπουργού»). Η επαναδραστηριοποίηση των αντιβενιζελικών είχε ήδη ξεκινήσει σταδιακά από την άνοιξη του 1919 με διαπραγματεύσεις μεταξύ των επικεφαλής των κομμάτων τους για τη δημιουργία μιας μεγάλης παράταξης με ενιαία ψηφοδέλτια πανελλαδικά. Η σύμπραξη αυτή πήρε την οριστική της μορφή τον Μάρτιο του 1920 με τη δημιουργία της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης, με ηγετικά μέλη της δεκαεξαμελούς διοικούσας επιτροπής τους Νικόλαο Στράτο, Παναγή Τσαλδάρη, Χαράλαμπο Βοζίκη, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Καλογερόπουλο, Γεώργιο Μπούσιο, Ξενοφώντα Στρατηγό και Ίωνα ∆ραγούμη.
Αναμφίβολα το πρόσωπο που αποτελούσε την έκπληξη στη διοικούσα επιτροπή ήταν ο ∆ραγούμης, μια διακριτή πολιτική προσωπικότητα από τον παλαιοκομματισμό που εκπροσωπούσαν τα υπόλοιπα μέλη, με διαφορετικό πολιτικό στίγμα που απολάμβανε εκτίμησης και από τμήμα των βενιζελικών. Πολλοί υποστηρικτές και παλαιοί συνεργάτες του ∆ραγούμη τού έστειλαν επιστολές αποδοκιμασίας για την απόφασή του, καθώς θεωρούσαν ότι δεν είχε κοινά με τους υπόλοιπους, ενώ άλλοι πρότειναν να αναλάβει τουλάχιστον την αρχηγεία της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης, ως ο πλέον ενάρετος όλων (Φώτης Παρασκευόπουλος, Η πολιτική δραστηριότητα του Ίωνα ∆ραγούμη, τόμ. Β΄, διδακτορική διατριβή ΕΚΠΑ, Αθήνα 2005, σελ. 366-67).
Ο ∆ραγούμης από την άνοιξη του 1920 ανέβασε στροφές στην επικριτική κριτική του αρθρογραφώντας κυρίως στην Καθημερινή, υποστηρίζοντας ευθέως ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου δεν ήταν νόμιμη. Επίσης, ο ∆ραγούμης απαιτούσε την άμεση διενέργεια ελεύθερων εκλογών ώστε να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία, που είχε πληγεί από τους βενιζελικούς συνταγματικούς ακροβατισμούς που είχαν προηγηθεί.
Ο ∆ραγούμης ασκούσε συνεχώς οξύτερη κριτική στην εξωτερική πολιτική Βενιζέλου, έχοντας αναλάβει άτυπα τον τομέα των εξωτερικών υποθέσεων, ενώ προαλειφόταν για υπουργός Εξωτερικών σε περίπτωση νίκης της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Έτσι, διαφώνησε ανοιχτά με τον τρόπο διαχείρισης των ελληνικών διεκδικήσεων στο Συνέδριο Ειρήνης, καθώς η βενιζελική αντιπροσωπεία δεν διεκδίκησε τον Πόντο, τη Βόρεια Μακεδονία και την Κύπρο, δεν ζήτησε να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα των πολυπληθών ελληνικών κοινοτήτων σε Αλβανία, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Καύκασο και Νότια Ρωσία, ενώ σίγησε και για το καθεστώς του Πανάγιου Τάφου στα Ιεροσόλυμα.
Επίσης δημοσίευσε γαλλόφωνο άρθρο του στο εξωτερικό, προσπαθώντας να ρίξει γέφυρες μεταξύ της αντιβενιζελικής αντιπολίτευσης και των Συμμάχων, ενώ η όλη δραστηριότητα του ∆ραγούμη είχε απήχηση και στην Κύπρο και στους εκεί βασιλόφρονες που υποστήριξαν τις απόψεις του (Παρασκευόπουλος, Η πολιτική δραστηριότητα του Ίωνα ∆ραγούμη, τόμ. Β΄, σελ. 390).
Οι επικρίσεις του ∆ραγούμη δεν πέρασαν απαρατήρητες από τον βενιζελικό Τύπο, που του επιτέθηκε με σκληρούς χαρακτηρισμούς. Οι βενιζελικοί αρθρογράφοι εκδήλωναν την απορία τους πώς ένας πατριώτης με τέτοιες εθνικές περγαμηνές μπορεί να έχει τόσο τυφλωθεί από το πολιτικό του πάθος και να μη βλέπει τα επιτεύγματα της εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου καθώς και το καλό και το σωστό για τη χώρα του.
Τρεις ημέρες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο ∆ραγούμης δημοσίευσε άρθρο στην Καθημερινή με το οποίο υπογράμμιζε ότι οι επικείμενες επιτυχίες του Βενιζέλου στην εξωτερική πολιτική, εκτός από αμφίβολες, αφού απαιτούσαν νέο πόλεμο για να επιβληθούν στους Τούρκους, δεν μπορούσαν να απαλύνουν τον πολιτικό αυταρχισμό και την εσωτερική καταπίεση της τριετίας που είχε παρέλθει. Επίσης κατηγορούσε τον Βενιζέλο για πολιτικό εγωισμό και παραγνώριση των προσπαθειών που έγιναν προ του 1909 για την ενίσχυση του στρατού και του στόλου αλλά και των εθνικών αγώνων που είχαν δοθεί εκείνη την περίοδο υπέρ της Μακεδονίας (Η Καθημερινή, 27.7.1920. Άρθρο: «Ο εξαγνισμός αδύνατος»). Αυτό το ιδιαίτερα επιθετικό άρθρο ήταν και η τελευταία πολιτική ενέργεια του ∆ραγούμη πριν από τη δολοφονία του.
Η εκτέλεση
Μια πολιτική δολοφονία την επομένη της απόπειρας εναντίον του Ελ. Βενιζέλου.
Ο Ίων ∆ραγούμης πληροφορήθηκε την είδηση της δολοφονικής απόπειρας κατά του Βενιζέλου νωρίς το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου 1920, ενώ βρισκόταν στην Αθήνα, όπου είχαν ξεσπάσει εκτεταμένα επεισόδια, τα λεγόμενα Ιουλιανά. Ο ∆ραγούμης οδήγησε τη σύντροφό του Μαρίκα Κοτοπούλη στο σπίτι της στην Κηφισιά για να την προστατεύσει, καθώς και αυτή βρισκόταν σε κίνδυνο λόγω των βασιλοφρόνων πολιτικών της φρονημάτων (άλλωστε και το θέατρό της καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς την ταραχώδη εκείνη ημέρα).
Υπό το καθεστώς μιας έντιμης αλλά μοιραίας αντίληψης του καθήκοντος, ο ∆ραγούμης αποφάσισε να επιστρέψει στα γραφεία της Πολιτικής Επιθεώρησης στην Αθήνα, ώστε να επιμεληθεί την έκδοσή της και να καταδικάσει την απόπειρα δολοφονίας εις βάρος του Βενιζέλου.
Υποτιμώντας ή αδιαφορώντας για τους πιθανούς κινδύνους, ο ∆ραγούμης κατέβαινε με το αμάξι του την οδό Κηφισίας προς το κέντρο της Αθήνας, ώσπου έφτασε στο ύψος των Αμπελοκήπων, στην τότε έπαυλη Θων. Εκεί τον σταμάτησε μια ομάδα ενόπλων που ανήκαν στο Τάγμα Ασφαλείας του Παύλου Γύπαρη, που στρατωνιζόταν στην περιοχή. Ο ∆ραγούμης διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και ζήτησε από τον οδηγό να προχωρήσει, οι ένοπλοι όμως ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, κατέβασαν τον ∆ραγούμη και τον συνέλαβαν, ενώ στην σκηνή βρίσκονταν εκατοντάδες πολίτες που είχαν κυκλώσει το αυτοκίνητο. Ένας ασυνάρτητος βενιζελικός όχλος έβριζε, χειρονομούσε, φώναζε και χτυπούσε με γροθιές τον αιχμάλωτο και σε κατάσταση υστερίας ζητούσε επιτακτικά τη θανάτωσή του: «…να τος, να τος, αυτός είναι ο ∆ραγούμης ο δολοφόνος, σκοτώστε τον, σκοτώστε τον, τον άτιμον τον δολοφόνον είναι ένας από τους δεκαέξι». ∆ύο στρατιώτες χτύπησαν τον ∆ραγούμη με ξιφολόγχες στα πόδια και στο κεφάλι, ενώ ο επιλοχίας Σαρτζέτης πίεζε συνεχώς το περίστροφό του απειλητικά στο μέτωπό του, απειλώντας να πυροβολήσει.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, την κρίσιμη στιγμή επενέβη προσωπικά ο Γύπαρης γλιτώνοντας τον ∆ραγούμη από λιντσάρισμα και άμεση θανάτωση εκείνη τη στιγμή. Ο Γύπαρης αγκάλιασε τον ∆ραγούμη και φώναξε απειλώντας με το περίστροφό του όσους τον είχαν κυκλώσει ώστε να απομακρυνθούν (κατάθεση Ιωάννη Αγραφιώτη, Σκριπ, 17.3.1922). Ο ∆ραγούμης κοίταξε τα λευκά του ρούχα που είχαν ίχνη από το αίμα του, ήταν ζαλισμένος από τα χτυπήματα που δέχτηκε στο κεφάλι του από τον βενιζελικό όχλο και από την ένταση της στιγμής, αλλά διατήρησε την ψυχραιμία του, χωρίς να πει λέξη. Ακολούθως, μετά από διαταγή του Γύπαρη, το απόσπασμα που τον είχε συλλάβει, οδήγησε τον ∆ραγούμη στον στρατώνα του Τάγματος Ασφαλείας για να αποφασιστεί η τύχη του.
Στο προαύλιο του στρατώνα όπου περίμενε ο ∆ραγούμης στα λευκά ντυμένος, βρισκόταν και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, παλαιός του γνώριμος από τη θητεία του στην πρεσβεία της Αλεξάνδρειας, με τον οποίο η αντιπαλότητα, εκτός από πολιτική, είχε και προσωπική χροιά. Επιτόπου βρέθηκε και ο πλωτάρχης Πέτρος Βούλγαρης, γενικός γραμματέας του Υπουργείου Ναυτικών, που παρακίνησε τον Γύπαρη να προστατεύσει τον ∆ραγούμη. Στο προαύλιο συσκέφτηκαν για λίγα λεπτά οι Γύπαρης, Μπενάκης, Βούλγαρης και Αντωνιάδης, κοιτάζοντας και πιθανώς συζητώντας για τον ∆ραγούμη, ενώ αυτός τους κοίταζε κάτωχρος και σιωπηλός, πιθανώς έχοντας ένα πολύ κακό προαίσθημα γι’ αυτό που έμελλε να του συμβεί.
Η αγωνιώδης αναμονή του αιχμαλώτου διήρκεσε 20 λεπτά, καθώς μετά από ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα που δέχτηκε, πιθανότατα από τον Ρέπουλη, ο Γύπαρης διέταξε 10 στρατιώτες με οπλισμένα τα ντουφέκια, με επικεφαλής τους επιλοχίες Κίτσο και Σαρτζέτη, να οδηγήσουν τον ∆ραγούμη αιχμάλωτο, πεζή, έως το φρουραρχείο. Οι στρατιώτες έβαλαν τα τουφέκια τους επ’ ώμου, περιστοίχισαν τον ∆ραγούμη και τον οδήγησαν αντί για το φρουραρχείο στη συμβολή των οδών Κηφισίας και Ρηγίλλης. Εκεί σταμάτησαν και τον έστησαν σε έναν μαντρότοιχο, ενώ ο Σαρτζέτης, απευθυνόμενος προς τον ∆ραγούμη, του είπε «στάσου, θα σε σκοτώσωμεν» και τον έσπρωξε για να σταθεί προς τον μαντρότοιχο.
Ακριβώς απέναντι από εκεί όπου εκτυλισσόταν η σκηνή, υπήρχε μια στάση τραμ με πολίτες να περιμένουν αμέριμνοι και να μην καταλαβαίνουν αρχικά τι συνέβαινε, καθώς μπροστά στα μάτια τους εκτυλισσόταν μια σκηνή που όμοιά της μόνο σε κινηματογραφικές ταινίες μπορεί να δει κανείς. Το απόσπασμα απομακρύνθηκε από τον ∆ραγούμη λίγα βήματα, ενώ αυτός στάθηκε ευθυτενής και έβγαλε ένα τσιγάρο από την τσιγαροθήκη του, κοιτάζοντας τους στρατιώτες που προετοιμάζονταν για να τον εκτελέσουν (κατάθεση Ευάγγελου Αθανασιάδη, Εμπρός, 15.3.1922). Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Αθανασίου, σε όλο το διάστημα της μακάβριας προετοιμασίας του εκτελεστικού αποσπάσματος, ο Ίων ∆ραγούμης παρακολουθούσε τους δολοφόνους του «μετά περιφρονητικής απάθειας και ατένηζεν τους απέναντι πολίτες χωρίς να δειλιάζει», ενώ δεν έκανε καμία προσπάθεια να διαφύγει. Σύμφωνα με μεταγενέστερη μαρτυρία των ανδρών του αποσπάσματος, ο ∆ραγούμης τις τελευταίες του στιγμές δεν τους είπε λέξη, απλώς τους κοιτούσε κάτωχρος.
Οι άνδρες του αποσπάσματος στάθηκαν στα τέσσερα μέτρα και όχι μόνο δεν δίσταζαν για να δολοφονήσουν, αλλά, σύμφωνα με μαρτυρίες «ανέμενον την τοιαύτην διαταγήν άνευ δισταγμού και όλως χαρούμενοι». Πρότειναν όλοι τα όπλα τους και έριξαν στον άτυχο άνδρα εξ επαφής και το πιθανότερο χωρίς να περιμένουν το παράγγελμα του αξιωματικού. Ένας από αυτούς, ο Ν. Ξυδάκης υποστήριξε ότι δεν πυροβόλησε, αλλά έκρυψε τη σφαίρα στο θυλάκιό του. Την πρώτη (εύστοχη) σφαίρα έριξε ο επιλοχίας του αποσπάσματος Σαρτζέτης και ακολούθησαν οι στρατιώτες που, επειδή έριξαν χωρίς παράγγελμα, πυροβόλησαν ακανόνιστα. Ο ∆ραγούμης χτυπήθηκε από την πρώτη σφαίρα στο κεφάλι και έμεινε άπνους ακαριαία. Καθώς έπιπτε το σώμα του, γύρισε και κάποιες σφαίρες τον βρήκαν και στην πλάτη.
Οι δολοφόνοι του πλησίασαν τη σορό του για να βεβαιωθούν για τον θάνατό του και λόγχισαν πολλές φορές το νεκρό σώμα του. Σύμφωνα με τους μάρτυρες Γ. Ζωγράφο, Έφη Καλλέργη και Κ. Κούλη, το θέαμα του νεκρού ∆ραγούμη δεν συγκίνησε καθόλου τους δολοφόνους του. Τους περαστικούς πολίτες που συγκεντρώνονταν στο σημείο τούς διέταξαν: «Αφήστε τον, αυτού κάτω, για να τον ιδούν και οι άλλοι κερατάδες να βάλουν μυαλό».
Η δολοφονία ∆ραγούμη συγκλόνισε την ευρύτερη κοινή γνώμη, καθώς ο δολοφονημένος ανήκε στους μετριοπαθείς αντιβενιζελικούς, ενώ έχαιρε γενικότερης εκτίμησης και αναγνώρισης για την παιδεία του, την εντιμότητα και τους εθνικούς του αγώνες και στον βενιζελικό κόσμο. Πολλοί βενιζελικοί τον εκτιμούσαν για τους αγώνες του υπέρ του δημοτικισμού και του κόσμου της υπαίθρου, ενώ ακόμη και η ηγεσία του ΣΕΚΕ τον θεωρούσε αξιόλογο και ο Ριζοσπάστης τον χαρακτήρισε υγιές στοιχείο που κατάντησε αντιβενιζελικός λόγω των διώξεων που υπέστη. Η πολιτική αυτή δολοφονία άνευ δίκης από απόσπασμα Σώματος Ασφαλείας εν μέση οδώ ήταν πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα και ευτυχώς δεν είχε ούτε προηγούμενο αλλά ούτε και επόμενο.
Η πολιτική δολοφονία του Ίωνος ∆ραγούμη, σε συνδυασμό με την απόπειρα κατά του Βενιζέλου από τους δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς Τσερέπη και Κυριάκη, κηλίδωσαν εκ νέου την πολιτική ζωή, βαθαίνοντας τον διχασμό και το χάσμα μεταξύ των δύο πολιτικών κόσμων. Η απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου έμοιαζε στους βενιζελικούς ως μια ευρύτερη αντιβενιζελική συνωμοσία, ενώ το στυγερό στοιχείο της δολοφονίας ∆ραγούμη και η φανερή κρατική συμμετοχή σε αυτό συσπείρωσαν τον αντιβενιζελισμό και αναμφίβολα συντέλεσαν στην απρόσμενη εκλογική του νίκη στις οριακές εκλογές του 1920.Unmute
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ