Η ιστορία του σκαριού που κατέληξε να γίνει ρέπλικα και φωτογραφία σε βρεφικά φορμάκια, ως ενθύμιο του τουρκικού «αγώνα για ανεξαρτησία»
Ένα πιστό αντίγραφο του πλοίου Bandırma στο υπαίθριο μουσείο του Εθνικού Πάρκου Αγώνα στην περιοχή Canik της Σαμψούντας.(φωτ.: commons.wikimedia.org/Cobija)
- Σε τουριστικό αξιοθέατο έχει μετατραπεί η ρέπλικα του οθωμανικού φορτηγού πλοίου «SS Bandırma», το οποίο σχετίζετα με την ίδρυση του τουρκικού εθνικού κινήματος και ταυτόχρονα με την πιο σκληρή φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Πρόκειται για το πλοίο με το οποίο ο Μουσταφά Κεμάλ αναχώρησε στις 16 Μαΐου 1919 από την Κωνσταντινούπολη, συνοδευόμενος από 22 έμπιστους αξιωματούχους, 25 στρατιώτες και 8 άτομα διοικητικό προσωπικό και έφτασε τρεις ημέρες αργότερα στη Σαμψούντα.
Η άφιξη του Κεμάλ στη Σαμψούντα να σηματοδότησε την έναρξη του πολέμου που οδήγησε στη δημιουργία της σύγχρονης Τουρκίας τέσσερα χρόνια αργότερα. Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας διεξήχθη από τον Μάιο του 1919 έως τον Ιούλιο του 1922 εναντίον της Ελλάδας, της Αρμενίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιταλίας, αφού τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καταλήφθηκαν από τις Συμμαχικές δυνάμεις μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο, το σκαρί που τον έφερε στη Σαμψούντα είχε περάσει πρώτα από ελληνικά χέρια.
Το σκαρί είχε τη δική του ιστορία
Το μήκους 47,7 μέτρων πλοίο ναυπηγήθηκε το 1878 στη Σκοτία από το ναυπηγείο McIntyre & Co, Paisley, και νηολογήθηκε με το όνομα «Trocadero» («Τροκαντερό») πρώτη φορά το 1880 από τον Βρετανό εφοπλιστή Γουίλιαμ Χένρι Σόλας.
Ο Σόλας το πούλησε μόλις τρία χρόνια αφότου το αγόρασε στον Χιώτη Ψύχα. Ο συγκεκριμένος πλοιοκτήτης είχε έδρα τον Πειραιά, το κράτησε πέντε χρόνια και το μετονόμασε σε «SS Kymi» («Κύμη»). Στη συνέχεια το πούλησε στον εφοπλιστή Ε. Αρβανίτη, ο οποίος το κράτησε για άλλα δύο χρόνια.
Όλο αυτό το διάστημα, το πλοίο έκανε δρομολόγια στη γραμμή Ευβοϊκού και πήγαινε από τον Πειραιά στο Λαύριο και μετά στη Χαλκίδα και τον Βόλο.
Το 1886 εντοπίζεται στην άγονη γραμμή Πελοποννήσου, από τον Πειραιά για Βάτικα (σήμερα Νεάπολη Λακωνίας), Λιμένι (Οίτυλο), Καρδαμύλη, Καλαμάτα και Νησί (Μεσσήνη). Δρομολόγια έκανε επίσης σε Σκιάθο και Σκόπελο, όπως αναγράφεται σε άρθρο στην πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα».
Ο τελευταίος Έλληνας πλοιοκτήτης του ήταν ο καπετάν Ανδρεάδης, ο οποίος το αγόρασε το 1891. Λίγες εβδομάδες αργότερα όμως, το «Κύμη» προσάραξε σε βράχια έξω από την Αρτάκη της Προποντίδας, κοντά στην Αρχαία Κύζικο.
Παρά τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη, ο καπετάν Ανδρεάδης το ρυμούλκησε και το επισκεύασε στους ταρσανάδες της Κωνσταντινούπολης και εν συνεχεία το πούλησε στους Ιταλούς G&P Dandelo, οι οποίοι το μετονόμασαν σε «SS Panderma».
Δύο χρόνια μετά το αγόρασε η ιταλική οικογένεια Derasmo με έδρα την Κωνσταντινούπολη, και το 1894 πέρασε στην ιδιοκτησία της οθωμανικής κρατικής ναυτιλιακής εταιρείας Idare-i-Mahsusa.
Η νέα ιδιοκτησία άλλαξε και αυτή με τη σειρά της το όνομα του πλοίου, βαπτίζοντάς το «SS Bandirma» (Μπαντιρμά, δηλαδή Πάνορμο), για να ακούγεται πιο τουρκικό.
Το 1910 το πλοίο πέρασε στην τουρκική εταιρεία Osmanli Seyr-i Sefain Idaresi, ενώ με την κατάργηση του χαλιφάτου και τη σύσταση της Τουρκικής Δημοκρατίας, το 1923, πέρασε στην επίσης κρατική Turkiye Seyr-i Sefain Idaresi, με έδρα την Πόλη.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε συγκρουστεί με το βρετανικό υποβρύχιο HMS E11, ενώ παράλληλα είχε υποστεί μικρές ζημιές από επίθεση τορπιλών. Τέθηκε εκτός υπηρεσίας το 1924 και πουλήθηκε για παλιοσίδερα το 1925, οπότε και διαλύθηκε σε ένα ναυπηγείο στο Golden Horn, μέσα σε τέσσερις μήνες.
Τουριστική ατραξιόν
Το 2000 οι Αρχές της Σαμψούντας αποφάσισαν τη δημιουργία ενός ακριβούς αντιγράφου του πλοίου, προκειμένου να μετατραπεί σε μουσείο.
Η κατασκευή προχώρησε με βάση την αρχική δομή του οθωμανικού φορτηγού SS Bandırma, το οποίο στην Τουρκία θεωρείται «ο μεγαλύτερος μάρτυρας» του Πολέμου της Ανεξαρτησίας.
Το αντίγραφο του πλοίου, που βρίσκεται στο 35.000 τετραγωνικών μέτρων υπαίθριο Μουσείο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας στη Σαμψούντα, άνοιξε για τους επισκέπτες το 2005 και εκθέτει 189 αντικείμενα.
Ενδεικτικά φιλοξενεί 60 φωτογραφίες του Μουσταφά Κεμάλ, ένα ρολόι τοίχου κατασκευασμένο στη δεκαετία του 1870, ένα τηλέφωνο, χάρακα, πυξίδες, τραπέζια και καρέκλες, όπως επίσης και το υπηρεσιακό περίστροφό του, χειρόγραφα και ρούχα του.
Παράλληλα, μια καμπίνα του πλοίου διαθέτει ένα υπνοδωμάτιο, παρόμοιο με αυτό του Μουσταφά Κεμάλ στο παλάτι Ντολμαμπαχτσέ της Κωνσταντινούπολης, το οποίο χρησιμοποίησε ως προεδρική κατοικία μετά από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Στο ίδιο τμήμα, την προσοχή τραβούν τα κέρινα αγάλματα του Ατατούρκ και των συντρόφων του. Το ιστορικό ρολόι στην καμπίνα έχει παγώσει στις 8 π.μ., την ώρα που ο Μουσταφά Κεμάλ έφτασε για πρώτη φορά στη Σαμψούντα.
Το μουσείο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα τουριστικά αξιοθέατα της Σαμψούντας, ειδικά αυτή την περίοδο, κατά την οποία οι Τούρκοι εορτάζουν την «έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας τους» στις 19 Μαΐου.
Την ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ κήρυξε ανταρσία κατά της Οθωμανικής Αρχής και άρχισε εκ του μηδενός τη συγκρότηση του στρατού, με «μαγιά» τις παλιές τρομοκρατικές ομάδες του κόμματος «Ένωση και Πρόοδος», οι οποίες βαρύνονταν με τις γενοκτονίες Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Την ημέρα που η Ελλάδα και ο απανταχού ελληνισμός τιμά τη μνήμη των εκατοντάδων Ελλήνων του Πόντου που σφαγιάστηκαν χωρίς έλεος από τους Τούρκους.
ΠΗΓΗ