Παντελής Μπουκάλας /// 05.05.2024
Το παραμυθητικό μήνυμα στο λαδί μπλουζάκι του ταξιτζή δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες και αμφισβητήσεις: «Dead is not the end». Ο θάνατος δεν είναι το τέλος, δίχως ρίμα στα ελληνικά. Δίστασα να τον ρωτήσω αν το βρήκε έτοιμο στην αγορά, ανάμεσα σε πολλά άλλα που χρησιμοποιούνται περίπου σαν τοίχοι, προς αναγραφή και διάδοση απόψεων, ή το παράγγειλε για να δηλώσει την πίστη του στη μεταθανάτια ζωή. Πίστη που ίσως του την υπαγορεύει το θρησκευτικό του φρόνημα, μπορεί όμως και τα διαβάσματά του – ή η ανάγκη του να ξαναδεί δικούς του που χάθηκαν. Αδύνατο να ξέρουμε τι έχει ο καθείς στον νου του. Μόνο υποθέσεις δικαιούμαστε, αρκεί να μην τσουβαλιάζουμε τους ανθρώπους, καθοδηγημένοι από στενόμυαλα κλισέ για το διανοητικό ποιόν κάθε επαγγέλματος.
Ναι, την έχουν ανάγκη ο άνθρωποι την πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Αυτό δείχνουν οι αναρίθμητες θεότητες που έπλασαν, πολλές από τις οποίες αναστήθηκαν οι ίδιες, προς εγκαρδίωση των ακολούθων τους, ή ανέστησαν τεθνεώτες, για να αποκαλύψουν την ισχύ τους και να προσφέρουν την ελπίδα της αθανασίας και της ανταμοιβής των επί γης εναρέτων. Στις Νήσους των Μακάρων προσβλέπουμε και στον Παράδεισο. Οχι στον Τάρταρο βέβαια, την Κόλαση, τον Αδη ή τον σκοτεινό Κάτω Κόσμο της λαϊκής μας παράδοσης, που, μένοντας ανέπαφη από τη χριστιανική επαγγελία, δεν υπόσχεται κανέναν μεταθανάτιο λειμώνα στα μοιρολόγια της. Στα κάλαντα του Λαζάρου, που δεν παραακούγονται πια, ο «τετραήμερος» αναστημένος δεν έχει τίποτε καλό να διηγηθεί: «”Λάζαρε, πες μας τι είδες εις τον Αδη όπου πήγες”. / – “Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους. / Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι / της καρδιάς μου, των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον”». Καταλαβαίνουμε έτσι γιατί ο Λάζαρος της παράδοσης έμεινε ισοβίως αγέλαστος, μένει ωστόσο αναπάντητο το αυθόρμητο ερώτημα: Μα στον Αδη ο αγαπημένος φίλος του Ιησού;
Τα κοινά των θρησκειών, «πνευματικών» και «πρωτόγονων», είναι σαφώς περισσότερα από τις διαφορές τους. Ακόμα και ο μονοθεϊσμός δεν είναι αποκλειστικότητα των τριών αβρααμικών θρησκειών, όπως πιστεύουν πολλοί. Ο άνθρωπος, επινοητικότατος στη δημιουργία θεοτήτων, στάθηκε εξίσου επινοητικός στις εξηγήσεις του για την απώλεια της αθανασίας και τον εγκλωβισμό του στη θνητότητα. Αρχέγονος ο πόθος της αιωνιότητας ή της ανάστασης, αρχέγονη όμως και η υποκλοπή αυτών των δώρων από τους ζηλόφθονες θεούς.
Πεπτωκότες θεοί
Φυλλομετρώ την «Παγκόσμια μυθολογία» της Εκδοτικής Αθηνών, που εκδόθηκε το 1989, με τη γενική εποπτεία του Ευάγγελου Ν. Ρούσσου. Στις σελίδες της παρελαύνουν δεκάδες και δεκάδες μορφές από κάθε σημείο του πλανήτη που πριν υποχωρήσουν στην επικράτεια των μύθων, λατρεύτηκαν σαν θεοί, κυριάρχησαν, φόβισαν, έδωσαν ελπίδες, απέσπασαν ικεσίες και τάματα. Το πότε ένας θεός υποβιβάζεται από την ιστορία στη μυθολογία, πότε δηλαδή θεωρείται πλέον μη πραγματικός, δημιουργημένος και όχι δημιουργός, κρίνεται από πολλούς παράγοντες.
Ενας από τους σπουδαιότερους είναι τα όπλα. Αν εξαλείψεις έναν πληθυσμό (λ.χ. μια φυλή αυτοχθόνων της Αμερικής, της Αυστραλίας, της Ασίας, της Αφρικής), θα αφανιστούν ταυτόχρονα και οι θεότητές του, που δεν κατόρθωσαν να προστατέψουν τους λάτρεις τους από την επέλαση των ισχυρών αλλοπίστων. Με κάθε τέτοιο θρίαμβό τους οι νικητές εμπιστεύονται ακόμα περισσότερο τον θεό τους, που κραταίωσε τα όπλα τους, και προχωρούν φανατικότεροι και φονικότεροι στις επόμενες προσηλυτιστικές επιχειρήσεις τους.
Την έχουν ανάγκη ο άνθρωποι την πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Αυτό δείχνουν οι αναρίθμητες θεότητες που έπλασαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, η φυλή Λοτύκο του Σουδάν πίστευε στον Αντγιόκ ή Αγιόκ ή Ναϊγιόκ, που πριν εξαλλαχθεί σε σκοτεινό δαίμονα, υπήρξε μέγας ευεργέτης των οπαδών του: επανέφερε στη ζωή αγαπητά μέλη της φυλής που πέθαιναν. Οταν όμως κάποιος πατέρας σκότωσε το αναστημένο παιδί του, ο Αντγιόκ οργίστηκε από την ύβριν, την ασέβεια απέναντι στο σπουδαίο δώρο του. Επαψε να προσφέρει στους Λοτύκο τις θαυματουργικές υπηρεσίες του και απαίτησε να του προσφέρουν συνεχώς θυσίες. Ειδάλλως, θα υποδαύλιζε τις πιθανόν φονικές οικογενειακές έριδες.
Ενας από τους θεούς που πεθαίνουν και ανασταίνονται υπήρξε ο Αράυ ή Αρα, παλαιοαρμενικός θεός του πολέμου. Θεωρήθηκε αντίστοιχος του Αρη, λόγω ονόματος και ιδιοτήτων, εντούτοις η αναστάσιμη ικανότητα οδήγησε στην ταύτισή του με κάποιον ομώνυμο χεττιτικό χθόνιο θεό. Ποιος τον θυμάται πια;
Μια ματιά στα δικά μας. Ο Ασκληπιός, γιος του Απόλλωνα και πατέρας της Πανάκειας, της Υγείας, της Ιασώς και άλλων ηρώων της θεραπευτικής, λατρεύτηκε ως θεός της ιατρικής. Και μάλιστα παντοδύναμος. Οχι μόνο γιάτρευε και βαρύτατα νοσούντες αλλά ανάσταινε και νεκρούς. Οπως τον Γλαύκο, γιο του Μίνωα, τον Ιππόλυτο, γιο του Θησέα, και τον Καπανέα, έναν από τους Επτά επί Θήβας. Καθόλου παράξενο, αυτή η φιλάνθρωπη «αντιποίηση αρχής» προξένησε την οργή των Ολυμπίων και ιδιαίτερα του Δία, που μ’ έναν κεραυνό του σκότωσε τον Ασκληπιό, τερμάτισε την ασέβεια και αποκατέστησε τη θεϊκή τάξη.
Θεοκτονίες
Στην Πολυνησία τώρα. Οπου η φυλή Τόνγκα τιμούσε ως πρώτο βασιλιά και γενάρχη της τον ημίθεο Αχοεΐτου, γιο του Εϊτουματουπούα και της Ιλαχέβα. Ο θεός του ουρανού Εϊτουματουπούα κατέβηκε στη γη από το δέντρο που ενώνει το αστρικό στερέωμα με τον κόσμο των θνητών κι έσμιξε με την Ιλαχέβα. Οταν ο καρπός του έρωτά τους, ο Αχοεΐτου, ενηλικιώθηκε, ανέβηκε στον ουρανό. Τα ουράνια αδέλφια του όμως τον ζήλεψαν, τον παγίδεψαν, τον κατακρεούργησαν και τον έφαγαν. Ο πατέρας τους διέταξε τους αδελφοφάγους να εξεμέσουν τα κομμάτια του, κι αμέσως έπειτα τα συναρμολόγησε και τους εμφύσησε ζωή.
Ούτε στη θεοκτονία, τη θεοφαγία και την άμεση νεκρανάσταση υπάρχουν «πνευματικά δικαιώματα» και αποκλειστικότητα. Το πιστοποιεί η αιγυπτιακή θεογονία. Ο Ρα, λίγο πριν πεθάνει, επέλεξε διάδοχό του τον Οσιρη, με πάρεδρό του την Ισιδα, αδελφή και σύζυγό του. Ενας άλλος αδελφός όμως, ο ζηλόφθονος Σηθ, διαμέλισε τον Οσιρη και πέταξε τα κομμάτια του στον Νείλο. Η φαρμακωμένη Ισιδα κατάφερε να συγκεντρώσει τα μέλη του αγαπημένου της, ο Ανουβις τα συγκόλλησε τυλίγοντάς τα μέσα σε κορδέλες και η θεά εμφύσησε νέα ζωή στο πτώμα, κουνώντας τα φτερά της.
Πάλι στα δικά μας. Για να δούμε κάποιες θεοφαγικές πτυχές της ορφικής θεολογίας: Ο Δίας βιάζει την Περσεφόνη και γεννιέται ο Διόνυσος, που ο πατέρας του τον ορίζει βασιλιά των θεών. Οι Τιτάνες παγιδεύουν τον Διόνυσο, τον κομματιάζουν, τον βράζουν και τον τρώνε. Μόνο η καρδιά του σώζεται άθικτη από την Αθηνά, αρκεί όμως για να επιτευχθεί η αποκατάσταση και η ανάσταση. Ο Δίας, χρησιμοποιώντας πάλι το ξεχωριστό όπλο του, κατακεραυνώνει τους Τιτάνες. Από τη στάχτη τους βγαίνουμε εμείς. Οι άνθρωποι. Ευανάγνωστη πιστεύω η αλληγορία.
ΠΗΓΗ: